Ο στριγκός κι επίμονος ήχος τού ξυπνητηριού ενημέρωνε πως η ώρα είχε φτάσει 7.30 το πρωί.
Ο Βασίλης είχε σηκωθεί ένα τέταρτο νωρίτερα. Μόλις είχε πλυθεί κι ακουμπούσε το βάρος του νυσταγμένα και ράθυμα στον νεροχύτη, κοιτώντας το νερό που ακόμα έτρεχε. Έκανε να κλείσει το νερό, καθώς τα μάτια του σηκωνόντουσαν για να συναντήσουν την αντανάκλασή του στον καθρέφτη.
Τα μάτια του ποτέ δεν στεκόντουσαν στο είδωλό του παραπάνω απ' όσο έπρεπε - ίσα ίσα για να βεβαιωθεί πως ήταν σουλουπωμένος.
Τα χέρια του κινούνταν σβέλτα κι έφτιαχναν τα μαλλιά του, όσα είχαν απομείνει από αυτά. Το βλέμμα του σταθερό. Η έκφρασή του, όπως πάντα, σοβαρή κι αυταρχική, κοσμούσε το αυλακωμένο του πρόσωπο - θαρρείς και κάθε χαρακιά στο πρόσωπό του είχε σημαδέψει και την ψυχή του, το μέσα του.
Η σφραγίδα τού χρόνου τον είχε αλλάξει... Κάθε ψεγάδι τον αποστράγγιζε, συρρίκνωνε την καλοσύνη και την ευγενή του φύση.
Εξήντα δύο χρόνια ζωής μετρούσε, και το βάρος τους ήταν ανυπολόγιστο στις δικές του πλάτες - λες και κάθε έτος ζύγιζε το διπλάσιο γι' αυτόν.
Βαρύς και κουρασμένος απ' τα συμπαρομαρτούντα στο προσκήνιο της ζωής, είχε βγει σε πρόωρη σύνταξη και ζούσε αποτραβηγμένος λίγο πιο έξω απ' την πόλη, σε μια μικρή ξύλινη παράγκα.
Ένας μικρός χώρος όλος κι όλος με τα απολύτως απαραίτητα.
Μοναδική του συντροφιά: τα βιβλία του - ανεξίτηλη η αγάπη του γι' αυτά στον χρόνο, όπως και κάποιες ξύλινες φιγούρες, που τους έδινε ζωή μέσα από κομμάτια ξύλου που πήγαινε κι έκοβε περιστασιακά.
Κατευθύνθηκε έξω κι έκλεισε το ξυπνητήρι, που συνέχιζε στον επίμονο ρυθμό του.
Η ματιά του πήγε κι ακούμπησε στο ανοιχτό βιβλίο - ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι που είχε ξεχάσει ο εγγονός του, που τον είχε επισκεφτεί τις προάλλες, ξαποσταίνοντας στην πολύχρωμη εικονογράφηση. Ένα περήφανο ελατάκι, φορτωμένο στολίδια και με πολλά δώρα από κάτω του, του έκλεινε το μάτι.
Κάθισε στην πολυθρόνα και πήρε να το ξεφυλλίζει, χαμένος στις χριστουγεννιάτικες αφηγήσεις και τις ζωγραφιές που τις συνόδευαν.
"Μα τι ώρα να έχει πάει;" αργοσάλεψε η σκέψη στην άκρη τού μυαλού του, ενώ έκλειναν τα βλέφαρά του σε έναν βαθύ, γλυκό ύπνο.
Και μες στον ύπνο του το σπιτικό του άλλαξε, δεν φορούσε πια το ντύμα τής απλότητας. Το βλέμμα ζέσταιναν έντονα χρώματα από στολίδια που δέσποζαν στον χώρο, που τον άλλαζαν... κι από ένα μικρό φτωχικό τον μετέτρεπαν σε παλατάκι.
"Τι όμορφα που είναι" μουρμούριζε μέσα στον ύπνο του, κι ένα πλατύ χαμόγελο μεταμόρφωνε το πρόσωπό του, αφήνοντάς του γλυκάδα στα χείλη.
Ο Βασίλης έστριψε στο πλάι και μιαν άλλη εικόνα είχε ξεδιπλωθεί μπροστά του. Ήταν ο εγγονός του που τον επανέφερε στο τώρα λέγοντάς του "σειρά σου τώρα", καθισμένος στην άκρη του τραπεζιού, μπροστά από ένα επιτραπέζιο.
Το χέρι του μάζεψε το ζάρι, και το άφησε κάτω με την ένδειξη του τέσσερα. Άρπαξε το πιόνι του και το προχώρησε τέσσερα νταμάκια μπροστά, αφήνοντάς το πάνω στο πρόσωπο του νάνου.
Αίφνης, με το που άφησε το πιόνι του επάνω στον νάνο, ο νάνος ξεπήδησε απ' το ταμπλό και του άρπαξε το χέρι, τραβώντας τον μέσα στο παιχνίδι.
Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε πόσα λεπτά βρισκόταν μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Η μόνη του αίσθηση ήταν αυτή του γλιστρήματος, σαν αυτή της τσουλήθρας, κι η πίεση που ασκούσε το χέρι του νάνου στο δικό του, έτσι όπως τον κρατούσε σφιχτά κοντά του.
Ένα σύμφυρμα ζοφερών σκέψεων κι ερωτηματικών τυραννούσε το μυαλό του μέσα σ' αυτή τη νεφελώδη αβεβαιότητα, που ξαφνικά ξετυλίχτηκε μπροστά του. Αλλά, γρήγορα η προσοχή του εστίασε στο λευκό που ολοένα και μεγάλωνε, καθώς το πλησίαζε, ώσπου προσγειώθηκε μαζί με τον νάνο πάνω σε μία σωρό από λευκούς φακέλους, ή διπλωμένα χαρτιά.
Η ταραχή κι η απορία του πήραν να μεγαλώνουν, όταν τα μάτια του αντίκρισαν γύρω του ταράνδους, νάνους και διάφορα ξωτικά που τρέχανε αλαφιασμένα δώθε κείθε, είτε διαβάζοντας απ' τη χάρτινη στοίβα είτε απιθώνοντας κουτιά, σε ποικίλα μεγέθη, μέσα σ' ένα ευμέγεθες έλκηθρο, κι ακούγοντας μια παράξενη, διαπεραστική φωνή να διαμαρτύρεται εντόνως και με μια ανάσα "Άγιε Βασίλη, πάλι μας την έσκασες και μας άφησες να κάνουμε όλη την δουλειά", δίνοντάς του την κόκκινη στολή του.
Ο Βασίλης πετάχτηκε όρθιος.
"Τι όνειρο κι αυτό" μουρμούρισε σαστισμένος.
Αλλά, ο σπόρος τής αφύπνισης είχε μπει μέσα του, ο κρουνός είχε ανοίξει.
Γιατί μέσα μας όλοι κρύβουμε έναν εν δυνάμει Άγιο Βασίλη.
Ο Βασίλης είχε σηκωθεί ένα τέταρτο νωρίτερα. Μόλις είχε πλυθεί κι ακουμπούσε το βάρος του νυσταγμένα και ράθυμα στον νεροχύτη, κοιτώντας το νερό που ακόμα έτρεχε. Έκανε να κλείσει το νερό, καθώς τα μάτια του σηκωνόντουσαν για να συναντήσουν την αντανάκλασή του στον καθρέφτη.
Τα μάτια του ποτέ δεν στεκόντουσαν στο είδωλό του παραπάνω απ' όσο έπρεπε - ίσα ίσα για να βεβαιωθεί πως ήταν σουλουπωμένος.
Τα χέρια του κινούνταν σβέλτα κι έφτιαχναν τα μαλλιά του, όσα είχαν απομείνει από αυτά. Το βλέμμα του σταθερό. Η έκφρασή του, όπως πάντα, σοβαρή κι αυταρχική, κοσμούσε το αυλακωμένο του πρόσωπο - θαρρείς και κάθε χαρακιά στο πρόσωπό του είχε σημαδέψει και την ψυχή του, το μέσα του.
Η σφραγίδα τού χρόνου τον είχε αλλάξει... Κάθε ψεγάδι τον αποστράγγιζε, συρρίκνωνε την καλοσύνη και την ευγενή του φύση.
Εξήντα δύο χρόνια ζωής μετρούσε, και το βάρος τους ήταν ανυπολόγιστο στις δικές του πλάτες - λες και κάθε έτος ζύγιζε το διπλάσιο γι' αυτόν.
Βαρύς και κουρασμένος απ' τα συμπαρομαρτούντα στο προσκήνιο της ζωής, είχε βγει σε πρόωρη σύνταξη και ζούσε αποτραβηγμένος λίγο πιο έξω απ' την πόλη, σε μια μικρή ξύλινη παράγκα.
Ένας μικρός χώρος όλος κι όλος με τα απολύτως απαραίτητα.
Μοναδική του συντροφιά: τα βιβλία του - ανεξίτηλη η αγάπη του γι' αυτά στον χρόνο, όπως και κάποιες ξύλινες φιγούρες, που τους έδινε ζωή μέσα από κομμάτια ξύλου που πήγαινε κι έκοβε περιστασιακά.
Κατευθύνθηκε έξω κι έκλεισε το ξυπνητήρι, που συνέχιζε στον επίμονο ρυθμό του.
Η ματιά του πήγε κι ακούμπησε στο ανοιχτό βιβλίο - ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι που είχε ξεχάσει ο εγγονός του, που τον είχε επισκεφτεί τις προάλλες, ξαποσταίνοντας στην πολύχρωμη εικονογράφηση. Ένα περήφανο ελατάκι, φορτωμένο στολίδια και με πολλά δώρα από κάτω του, του έκλεινε το μάτι.
Κάθισε στην πολυθρόνα και πήρε να το ξεφυλλίζει, χαμένος στις χριστουγεννιάτικες αφηγήσεις και τις ζωγραφιές που τις συνόδευαν.
"Μα τι ώρα να έχει πάει;" αργοσάλεψε η σκέψη στην άκρη τού μυαλού του, ενώ έκλειναν τα βλέφαρά του σε έναν βαθύ, γλυκό ύπνο.
Και μες στον ύπνο του το σπιτικό του άλλαξε, δεν φορούσε πια το ντύμα τής απλότητας. Το βλέμμα ζέσταιναν έντονα χρώματα από στολίδια που δέσποζαν στον χώρο, που τον άλλαζαν... κι από ένα μικρό φτωχικό τον μετέτρεπαν σε παλατάκι.
"Τι όμορφα που είναι" μουρμούριζε μέσα στον ύπνο του, κι ένα πλατύ χαμόγελο μεταμόρφωνε το πρόσωπό του, αφήνοντάς του γλυκάδα στα χείλη.
Ο Βασίλης έστριψε στο πλάι και μιαν άλλη εικόνα είχε ξεδιπλωθεί μπροστά του. Ήταν ο εγγονός του που τον επανέφερε στο τώρα λέγοντάς του "σειρά σου τώρα", καθισμένος στην άκρη του τραπεζιού, μπροστά από ένα επιτραπέζιο.
Το χέρι του μάζεψε το ζάρι, και το άφησε κάτω με την ένδειξη του τέσσερα. Άρπαξε το πιόνι του και το προχώρησε τέσσερα νταμάκια μπροστά, αφήνοντάς το πάνω στο πρόσωπο του νάνου.
Αίφνης, με το που άφησε το πιόνι του επάνω στον νάνο, ο νάνος ξεπήδησε απ' το ταμπλό και του άρπαξε το χέρι, τραβώντας τον μέσα στο παιχνίδι.
Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε πόσα λεπτά βρισκόταν μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Η μόνη του αίσθηση ήταν αυτή του γλιστρήματος, σαν αυτή της τσουλήθρας, κι η πίεση που ασκούσε το χέρι του νάνου στο δικό του, έτσι όπως τον κρατούσε σφιχτά κοντά του.
Ένα σύμφυρμα ζοφερών σκέψεων κι ερωτηματικών τυραννούσε το μυαλό του μέσα σ' αυτή τη νεφελώδη αβεβαιότητα, που ξαφνικά ξετυλίχτηκε μπροστά του. Αλλά, γρήγορα η προσοχή του εστίασε στο λευκό που ολοένα και μεγάλωνε, καθώς το πλησίαζε, ώσπου προσγειώθηκε μαζί με τον νάνο πάνω σε μία σωρό από λευκούς φακέλους, ή διπλωμένα χαρτιά.
Η ταραχή κι η απορία του πήραν να μεγαλώνουν, όταν τα μάτια του αντίκρισαν γύρω του ταράνδους, νάνους και διάφορα ξωτικά που τρέχανε αλαφιασμένα δώθε κείθε, είτε διαβάζοντας απ' τη χάρτινη στοίβα είτε απιθώνοντας κουτιά, σε ποικίλα μεγέθη, μέσα σ' ένα ευμέγεθες έλκηθρο, κι ακούγοντας μια παράξενη, διαπεραστική φωνή να διαμαρτύρεται εντόνως και με μια ανάσα "Άγιε Βασίλη, πάλι μας την έσκασες και μας άφησες να κάνουμε όλη την δουλειά", δίνοντάς του την κόκκινη στολή του.
Ο Βασίλης πετάχτηκε όρθιος.
"Τι όνειρο κι αυτό" μουρμούρισε σαστισμένος.
Αλλά, ο σπόρος τής αφύπνισης είχε μπει μέσα του, ο κρουνός είχε ανοίξει.
Γιατί μέσα μας όλοι κρύβουμε έναν εν δυνάμει Άγιο Βασίλη.
Και κάτι δικό μου στην παρεούλα μας, εντός κλίματος,
συνοδευόμενο με τις θερμότερες ευχές μου για τις γιορτινές μέρες. Υγεία, χαρά κι αγάπη για εσάς και τους δικούς σας ανθρώπους.
Να περάσετε υπέροχα!!