"Σ' ευχαριστώ που ήρθες! Δεν το περίμενα, για να σου πω την αλήθεια. Όχι αφότου δεν σε είδα στην κηδεία τής μητέρας σου.
Κάθισε, μην στέκεσαι όρθια, σε παρακαλώ.
Δεν πειράζει που ήδη παρήγγειλα, ε; Είπα στον κυρ-Τάκη να συνοδέψει τα καφεδάκια μας και μ' ένα λουκούμι, για να αφήσουν μια αχνή γλύκα σε όσα ειπωθούν. Κι έχω να σου πω πολλά, κορίτσι μου, γι' αυτό μην με διακόψεις! Θέλω να σου πω όλα όσα κρατώ τόσα χρόνια!
Ίσως έπρεπε να σου μιλήσω νωρίτερα, με συγχωρείς, μα θαρρώ πως δεν θα καταλάβαινες. Ο συσσωρευμένος θυμός και το άγουρο της ηλικίας σου δεν θα σε άφηναν να δεις καθαρά. Είναι πυκνός ο ιστός τους, και θέλει προσπάθεια και δύναμη για να καταφέρει κανείς να τον αποδομήσει.
Γεννήθηκες με στερητικά σύνδρομα. Οι γιατροί κι οι νοσοκόμες σε κράτησαν αρκετό καιρό μέχρι να επανέλθεις και ν' αποκτήσεις το βάρος που έπρεπε. Αυτό βόλεψε τη μητέρα σου, που σε άφησε εκεί, πιστεύοντας πως θα είσαι καλύτερα χωρίς αυτή. Πεταλούδα της νύχτας ήταν, μάτια μου. Παραδόθηκε στο γλυκό κάλεσμα - δεν αλλάζεις έτσι εύκολα. Συνέχισε από εκεί που έμεινε πριν σε φέρει στον κόσμο: ν' αφήνει το πατσουλί της μ' ένα θρόισμα στους άντρες. Τόσο όσο για να εξασφαλίζει την δόση της και να χάνεται στην ασφάλεια και την λύτρωση της γλυκιάς παραζάλης. Πώς θα μπορούσε να αναλάβει ένα παιδί αυτή η γυναίκα; Γι' αυτό προτίμησε να σε αφήσει εκεί.
Πατέρας σου οι γιατροί και μάνα σου οι νοσοκόμες, με τα πρώτα χρόνια σου ν' απορροφούν αρκετή απ' την λευκότητα του νοσοκομείου, κάτι από μυρωδιά οινοπνεύματος και κονιορτό τ' ανθρώπινου πόνου.
Ερχόντουσαν από διάφορους οργανισμούς για να σε δουν, να δουν πώς τα πηγαίνεις, αν τα καταφέρνεις, πώς σ' έχουν εκεί. "Δεν είναι περιβάλλον αυτό για να μεγαλώνει ένα παιδί" ξεστόμιζαν με απογοητευμένο στόμφο κρεμώντας το κεφάλι, φεύγοντας με τη συνείδησή τους καθαρή, αφού είχαν πράξει τα δέοντα.
Κανείς δεν ήθελε ένα παιδί σημαδεμένο... Κάτι που έμαθες καλά αργότερα, που το αντιλήφθηκες από μόνη σου. Βλέπεις, το διαφορετικό πέφτει κομμάτι βαρύ στο ευαίσθητο στομάχι τής κοινωνίας. Το αποβάλλει ταχύρυθμα, οδηγώντας το στην ειρκτή, ενόσω χάνει απ' τις αισθήσεις της - παύει να βλέπει, ν' ακούει, να μιλά. Χάνει κάθε ενδιαφέρον να μάθει το πώς και το γιατί, ν' αφουγκραστεί, να βρει τρόπους.
Έτσι, πέρασες τα πρώτα σου χρόνια εκεί. Κι αδελφοποιούσες τα υπόλοιπα παιδιά, που τα είχαν μαρκάρει κι αυτά ως παρίες. Παιδιά που ερχόντουσαν κακοποιημένα και μωλωπισμένα. Παιδιά που ξυπνούσαν από εφιάλτες με τρομερά ουρλιαχτά, που προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να γυρίσουν πάλι πίσω.
Όλα αυτά μπορεί να τα έχεις ξεχάσει, Ελπίδα μου, να μη θες να τα θυμάσαι. Μπορεί ο Μιχάλης με την Έλενα, που ήρθαν έξαφνα, σαν ευλογία, εντέλει στη ζωή σου, να σου τα μισοέσβησαν απ' το θυμητικό, που σε πήραν σπίτι τους και σε μεγάλωσαν όπως θα έπρεπε να μεγαλώνει κάθε παιδί:
με ασφάλεια κι ανεκλάλητη στοργή. Μα η ζωή μάς καλεί να διαπιστώσουμε πως όλα είναι απόρροια επιλογών και κακών επιρροών, και καμιά φορά θα πρέπει να φοράμε τα παπούτσια του άλλου με κατανόηση.
Η μητέρα σου βρέθηκε νεκρή, την σκότωσε ο νταβατζής της.
Εδώ είναι το ημερολόγιο που διατηρούσε. Ίσως να θέλεις να το διαβάσεις, πάρ' το, και τότε μπορεί να δεις τα πράγματα λίγο διαφορετικά, από άλλη σκοπιά, κι ίσως μαλακώσεις, ίσως τη δεις με κάποια συμπάθεια και τη συγχωρήσεις."
Η συμμετοχή μου στις Ιστορίες του Καφενέ #3