Για ποια ελευθερία να σου πω
και για ποια επιλογή, εδώ, που σιώπησε το Δικαίωμα
χωρίς να ρωτηθώ γεννήθηκα
και τώρα που πάλι αθέλητα εκπνέω
- παρηγόρησε τη μάνα μου
πως στον κόσμο τούτο δεν θα ταίριαζα
Και γι΄αλλού οδεύω πριν γαμπρός
πριν κάδρο κρεμούσε το πτυχίο
πριν από έρωτα τρελός και πριν πατέρας
Πόσο μαύρισα άξαφνα χωρίς γλυκά κι αργά ν΄ασπρίσω
Φεύγω άνευ διαβατηρίου κι άνευ λόγου και αιτίας!
αλλά να μην ανησυχεί
Πριν μεστώσει ο λόγος μου πύρινος και λαίλαπες μοιράσει
την Πρωτοχρονιά,
Βιαστικά φεύγω,
ναι, γιατί τελειώσαν οι ανάσες
σε τούτη την κιτρινιάρικη και παχιά ομίχλη
Λιώσανε τα πεδιλάκια της νονάς και πονάω
όπως τότε που ζεμάτισα τα χέρια,
θυμάται;
Και οι οδοδείκτες από ντροπή καήκαν
Τι νόμιζες; -
Που προδώσαν το καθήκον και παγίδες απολήξαν τραγικές
αφού το δρόμο που γυρισμό δεν έχει, το δρόμο του χαμού εδείξαν
Και στην Ατροπό μου να μην κακιώσει πες
Με λυπήθηκε; δεν ξέρω, τα συμφωνήσαμε όμως μια χαρά
να ξημερωθώ μια ανατολή
νούφαρο σε νερό καθάριο, να ξεδιψώ την κάψα
Αφού εδώ μου όρισαν σαν μιας νύχτας πεταλούδα
φως γοητευμένος
τη θανατερή μου λάμπα ν΄αγκαλιάσω να φλεγώ
με ανομολόγητες, αυστηρές διαδικασίες
Μυρίζω άσχημα, το ξέρω, αλλά το κουφαράκι μου ενέχυρο φρούδο μένει,
να ξαναφυτρώσει ο βλαστός σε επονείδιστο χώμα, μου το΄πε πες της,
Ο παππούς στο αυτί, σφιχτά μ΄αγκάλιαζε
Ίδιος κυπαρίσσι ατάραχο σε δράκοντες ανέμους
Και τρυφερά ψιθύριζε πως αφού μεσημέρι αποκοιμήθηκε ο Θεός,
με σπάθα θα γυρίσει,
Δημουργία ολέθρου να στήσει καρφί το καρφί με μια Μέδουσα
κι έναν Κέρβερο αντάμα, στην τέφρα σκιές κρυμμένες μου΄λεγε,
νανούρισμα στερνό ν΄αποκοιμηθώ
Κι εσύ, στη μάνα μου να πεις πόσο θα τον καμάρωνε κι αυτόν
έτσι να με έχει σφιχτά αγκαλιασμένο Κυματοθραύστης Γίγαντας
μέχρι πού΄ νιωσα να του ξερνάνε λάβα τα πνευμόνια
και σιώπησαν οι Μύθοι, σιώπησε και η Αλήθεια
Και λύκους που είχαμε μαζί, είχαμε! Ναι, το ξέρω
Τα αυτιά μου τρύπαγαν μ΄απόκοσμα ουρλιαχτά
Τόσο,
που κι αυτό της Ατροπού μου μηνύω και πατάω πόδι
απαιτώντας – κι όχι επαιτώντας τώρα
Ποτέ ξανά να μην ακούσω
και ναι μου γνέφει με χαμόγελο αυτή
Και Νούφαρο Κωφό ριζώνω σε νερό καθάριο
Και πριν το Νου μου και τις λίγες μου τις θύμησες χάσω ξεχάσω
στη μάνα μου να πεις αυτή τη φουκαριάρα
καταδικασμένη κάθε λεπτό και βουρδουλιά , κάθε λεπτό και πόνος
πως μοναχά αυτή λυπάμαι
Ακούς μωρέ; Μοναχά αυτή !
Η Κλωθώ μας, έγνεθε με έγνοια αλλά η Λάχεσή μας, γελάει τρανταχτά.
και για ποια επιλογή, εδώ, που σιώπησε το Δικαίωμα
χωρίς να ρωτηθώ γεννήθηκα
και τώρα που πάλι αθέλητα εκπνέω
- παρηγόρησε τη μάνα μου
πως στον κόσμο τούτο δεν θα ταίριαζα
Και γι΄αλλού οδεύω πριν γαμπρός
πριν κάδρο κρεμούσε το πτυχίο
πριν από έρωτα τρελός και πριν πατέρας
Πόσο μαύρισα άξαφνα χωρίς γλυκά κι αργά ν΄ασπρίσω
Φεύγω άνευ διαβατηρίου κι άνευ λόγου και αιτίας!
αλλά να μην ανησυχεί
Πριν μεστώσει ο λόγος μου πύρινος και λαίλαπες μοιράσει
την Πρωτοχρονιά,
Βιαστικά φεύγω,
ναι, γιατί τελειώσαν οι ανάσες
σε τούτη την κιτρινιάρικη και παχιά ομίχλη
Λιώσανε τα πεδιλάκια της νονάς και πονάω
όπως τότε που ζεμάτισα τα χέρια,
θυμάται;
Και οι οδοδείκτες από ντροπή καήκαν
Τι νόμιζες; -
Που προδώσαν το καθήκον και παγίδες απολήξαν τραγικές
αφού το δρόμο που γυρισμό δεν έχει, το δρόμο του χαμού εδείξαν
Και στην Ατροπό μου να μην κακιώσει πες
Με λυπήθηκε; δεν ξέρω, τα συμφωνήσαμε όμως μια χαρά
να ξημερωθώ μια ανατολή
νούφαρο σε νερό καθάριο, να ξεδιψώ την κάψα
Αφού εδώ μου όρισαν σαν μιας νύχτας πεταλούδα
φως γοητευμένος
τη θανατερή μου λάμπα ν΄αγκαλιάσω να φλεγώ
με ανομολόγητες, αυστηρές διαδικασίες
Μυρίζω άσχημα, το ξέρω, αλλά το κουφαράκι μου ενέχυρο φρούδο μένει,
να ξαναφυτρώσει ο βλαστός σε επονείδιστο χώμα, μου το΄πε πες της,
Ο παππούς στο αυτί, σφιχτά μ΄αγκάλιαζε
Ίδιος κυπαρίσσι ατάραχο σε δράκοντες ανέμους
Και τρυφερά ψιθύριζε πως αφού μεσημέρι αποκοιμήθηκε ο Θεός,
με σπάθα θα γυρίσει,
Δημουργία ολέθρου να στήσει καρφί το καρφί με μια Μέδουσα
κι έναν Κέρβερο αντάμα, στην τέφρα σκιές κρυμμένες μου΄λεγε,
νανούρισμα στερνό ν΄αποκοιμηθώ
Κι εσύ, στη μάνα μου να πεις πόσο θα τον καμάρωνε κι αυτόν
έτσι να με έχει σφιχτά αγκαλιασμένο Κυματοθραύστης Γίγαντας
μέχρι πού΄ νιωσα να του ξερνάνε λάβα τα πνευμόνια
και σιώπησαν οι Μύθοι, σιώπησε και η Αλήθεια
Και λύκους που είχαμε μαζί, είχαμε! Ναι, το ξέρω
Τα αυτιά μου τρύπαγαν μ΄απόκοσμα ουρλιαχτά
Τόσο,
που κι αυτό της Ατροπού μου μηνύω και πατάω πόδι
απαιτώντας – κι όχι επαιτώντας τώρα
Ποτέ ξανά να μην ακούσω
και ναι μου γνέφει με χαμόγελο αυτή
Και Νούφαρο Κωφό ριζώνω σε νερό καθάριο
Και πριν το Νου μου και τις λίγες μου τις θύμησες χάσω ξεχάσω
στη μάνα μου να πεις αυτή τη φουκαριάρα
καταδικασμένη κάθε λεπτό και βουρδουλιά , κάθε λεπτό και πόνος
πως μοναχά αυτή λυπάμαι
Ακούς μωρέ; Μοναχά αυτή !
Η Κλωθώ μας, έγνεθε με έγνοια αλλά η Λάχεσή μας, γελάει τρανταχτά.
❇❇❇❇❇❇❇❇❇❇
Η φονική πυρκαγιά στο Μάτι φέτος απέδειξε πως με τη συνεργασία ανθρώπινων και φυσικών δυνάμεων μπορούμε να έχουμε τον τέλειο, αψεγάδιαστο ό λ ε θ ρ ο !
Σαν πυρηνική βόμβα, σε κοντινή ακτίνα εξαϋλώνει, σε μεγαλύτερη σκοτώνει, σε ευρύτερη ακτίνα καίει και ισοπεδώνει και στην τελευταία εκεί που πάει να εκτονωθεί, γλείφονται τα εγκαύματα και οι πληγές που αλλάζουν για πάντα την όποια προηγούμενη ζωή μας.
Η φωτιά αυτή, στο 1χλμ σχεδόν από το σπίτι μου με καθήλωσε. Στο Μάτι και στη Ραφήνα έκανα τις πρώτες μακρινές αποδράσεις με το ποδήλατο, σκίρτησα, ερωτεύτηκα, φιλήθηκα, κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο. Το πρώτο beach party, οι πρώτες νυχτερινές βουτιές και το παιχνίδι της μπουκάλας.
Γαμώτο, ήμουν εκεί. Απύθμενα εξοργισμένη. Επίτηδες πατούσα τα πιο καυτά αποκαϊδια - αυτό το απέραντο τεφροδοχείο - για να ταυτιστώ. Όσο γίνεται. (Ύβρις). Μύρισα τη σάρκα, ένιωσα την απόγνωση, την οδύνη, τον ανθρώπινο σπαραγμό. Παρακολουθούσα εμμονικά κάθε σχετική ανάρτηση στον τοπικό τύπο, σχολίαζα κι έβραζα από θυμό. Ξεχείλιζα από οργή.
Κάθε που πήγαινα να γράψω μπας και το εκτονώσω, ντρεπόμουν. Ποια είμαι εγώ, η απέξω, η άρτια, η πλήρης, η επαρκής που θα έπιανε στο στόμα της αυτή την τραγωδία ; Και ποιες λέξεις ήταν οι κατάλληλες, ποιο πινέλο, ποια σμίλη, ποιο μάρμαρο, ποια ταινία και ποια βιβλία θα τολμούσαν να καπηλευτούν αυτό το σπαραγμό;
Μέχρι το Σεπτέμβρη δεν άνοιξα word δεν έπιασα στυλό. Το μένος όμως μένος. Με την αφορμή των 5 λέξεων αποφάσισα να τολμήσω και ταυτίστηκα. Ενσωματώθηκα ένα 8χρονο αγοράκι, που, στα τελευταία του λεπτά πέρασε σε λέξεις έναν ακατάληπτο ποταμό σκέψεων, άτακτα, ανοργάνωτα για να προλάβει να τα πει πριν πέσει κι ο τελευταίος κόκκος στην κλεψύδρα.
Παραλήρημα παιδιού που δεν συνειδητοποιεί, δεν ερμηνεύει και δεν προλαβαίνει. Ξέσπασμα. Σε ακατάληπτο λόγο γιατί σε τέτοιου μεγέθους απώλεια, τακτική σκέψη δεν υπάρχει.
Πικρή πρωτιά για το αναπόφευκτο που μακάρι να μην ήταν ποτέ η αφορμή να την έχω.
Οι ψήφοι των συμπαικτών μου στο mytripssonblog.blogspot.com δείχνουν πως τουλάχιστον εκπροσώπησα κάπως τους συντοπίτες της ευρύτερης ακτίνας. Χαίρομαι που το αποτόλμησα και λειτούργησε μέσα μου αρκετά ψυχοθεραπευτικά. Χαίρομαι αν το νούφαρο σας άγγιξε. Σας ευχαριστώ που σπάσατε μέρος από το προσωπικό μου απόστημα. Αλλά για τον Άνεμο (από ποιο μακάβριο ασκό δεν ξέρω) που τακίμιασε με τους ανεύθυνους υπεύθυνους ισοπεδωτικά, μόνο όνειδος θα έχω. Ισοβίως.
- δώρο, φιλοτεχνημένο από το γλυκό ❤ μου σπυ
Σαν πυρηνική βόμβα, σε κοντινή ακτίνα εξαϋλώνει, σε μεγαλύτερη σκοτώνει, σε ευρύτερη ακτίνα καίει και ισοπεδώνει και στην τελευταία εκεί που πάει να εκτονωθεί, γλείφονται τα εγκαύματα και οι πληγές που αλλάζουν για πάντα την όποια προηγούμενη ζωή μας.
Η φωτιά αυτή, στο 1χλμ σχεδόν από το σπίτι μου με καθήλωσε. Στο Μάτι και στη Ραφήνα έκανα τις πρώτες μακρινές αποδράσεις με το ποδήλατο, σκίρτησα, ερωτεύτηκα, φιλήθηκα, κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο. Το πρώτο beach party, οι πρώτες νυχτερινές βουτιές και το παιχνίδι της μπουκάλας.
Γαμώτο, ήμουν εκεί. Απύθμενα εξοργισμένη. Επίτηδες πατούσα τα πιο καυτά αποκαϊδια - αυτό το απέραντο τεφροδοχείο - για να ταυτιστώ. Όσο γίνεται. (Ύβρις). Μύρισα τη σάρκα, ένιωσα την απόγνωση, την οδύνη, τον ανθρώπινο σπαραγμό. Παρακολουθούσα εμμονικά κάθε σχετική ανάρτηση στον τοπικό τύπο, σχολίαζα κι έβραζα από θυμό. Ξεχείλιζα από οργή.
Κάθε που πήγαινα να γράψω μπας και το εκτονώσω, ντρεπόμουν. Ποια είμαι εγώ, η απέξω, η άρτια, η πλήρης, η επαρκής που θα έπιανε στο στόμα της αυτή την τραγωδία ; Και ποιες λέξεις ήταν οι κατάλληλες, ποιο πινέλο, ποια σμίλη, ποιο μάρμαρο, ποια ταινία και ποια βιβλία θα τολμούσαν να καπηλευτούν αυτό το σπαραγμό;
Μέχρι το Σεπτέμβρη δεν άνοιξα word δεν έπιασα στυλό. Το μένος όμως μένος. Με την αφορμή των 5 λέξεων αποφάσισα να τολμήσω και ταυτίστηκα. Ενσωματώθηκα ένα 8χρονο αγοράκι, που, στα τελευταία του λεπτά πέρασε σε λέξεις έναν ακατάληπτο ποταμό σκέψεων, άτακτα, ανοργάνωτα για να προλάβει να τα πει πριν πέσει κι ο τελευταίος κόκκος στην κλεψύδρα.
Παραλήρημα παιδιού που δεν συνειδητοποιεί, δεν ερμηνεύει και δεν προλαβαίνει. Ξέσπασμα. Σε ακατάληπτο λόγο γιατί σε τέτοιου μεγέθους απώλεια, τακτική σκέψη δεν υπάρχει.
Πικρή πρωτιά για το αναπόφευκτο που μακάρι να μην ήταν ποτέ η αφορμή να την έχω.
Οι ψήφοι των συμπαικτών μου στο mytripssonblog.blogspot.com δείχνουν πως τουλάχιστον εκπροσώπησα κάπως τους συντοπίτες της ευρύτερης ακτίνας. Χαίρομαι που το αποτόλμησα και λειτούργησε μέσα μου αρκετά ψυχοθεραπευτικά. Χαίρομαι αν το νούφαρο σας άγγιξε. Σας ευχαριστώ που σπάσατε μέρος από το προσωπικό μου απόστημα. Αλλά για τον Άνεμο (από ποιο μακάβριο ασκό δεν ξέρω) που τακίμιασε με τους ανεύθυνους υπεύθυνους ισοπεδωτικά, μόνο όνειδος θα έχω. Ισοβίως.
- δώρο, φιλοτεχνημένο από το γλυκό ❤ μου σπυ