Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

Να σου πω ένα μυστικό



Ε, κορίτσι ψιτ!
Πριν το ηλιοβασίλεμά μου σιμώνω να σου πω.
Είμαι ο κίτρινος σκαντζόχοιρος στην παλιά σου ζωγραφιά 
με ένα αδέξια γραμμένο "κυρία σ'  αγαπάω".
Είμαι αυτός που πριν το ξύπνημά σου 
την πάχνη διώχνω
και στα μονοπάτια φύκια  στρώνω, αστερίες και θαλασσινά φτερά.
Όσες οι γύρες τόση κι η σοφία μου 
σε τροχιά παντοτινά ζεμένος -πότε άρχισε;
-πότε θα τελειώσει;
αλλά σήμερα κορίτσι δεν είμαι το ζητούμενο, δεν ήμουνα ποτέ,
βλέπεις, βλέπω, καταγράφω
σαν στιγμολήπτης χωρίς σενάριο
και συνομωτικά στα κορακίστικα σου λέω μυστικό:
είναι παραπέρα μια παρέα 
στη λύρα  γρατζουνίζει άτεχνα Ξυλούρη
Χρώματα κι αρώματα γυρεύαν όλοι
στο φλάουτο ξομολογιέται τα μέλλοντά της, όσα'ρθούν κι όσα περάσουν.
Πόσο δε φοβούνται, δες! 
Κορίτσια με φούστες μακριές και ξυπόλητο το πέλμα 
πηδάνε με γέλια τις φωτιές
Τα αγόρια φτιάχνουν αυτοσχέδια έπη και φιλούν στο στόμα το όραμα.
Λίγα μα όλα τα παιδιά π΄ακούς λιγάκι παραπέρα 
ξαναρέουν τη Μεσόγειο  με δελφίνια εργολάβους,
μια πατρίδα τόσο μπλε όσο τα μάτια σου, τα μάτια τους. 
 Κάποιοι λίγοι μείναν να μυρίζουν τη μαστίχα 
να τρυγίζουνε το φως.
Κάπου στις φυλλωσιές ανάμεσα  μια αλεπουδίτσα 
θηλάζει τη Ζωή σε έξι στόματα και δεν σε εμπιστεύεται
- το΄ξερες;- 
Γίνε Εσύ η Ελπίδα που τους λείπει 
ερωτεύσου όσα είσαι, όσα ζεις και όσα ξέρεις
- φτάνουνε για αρχή-  
και με τούτα για εφόδια σύρσου στο χορό τους. 
Λίγοι απομείναν. Μην τους χάσεις.
Οι ηλίανθοι με αποδεικνύουν.
Μη νομίζεις κορίτσι, 
κι εγώ αμαθής τον έρωτά τους  πυξίδα είχα πάντα
και το δρόμο δεν τον έχασα ποτέ.
Με τόσα πού΄δα 
με τόσα που ακούω
μέχρι και χαφιέ με είπαν-
 σε τροχιά ζεμένος - πότε άρχισε;
-πότε θα τελειώσει; 
τους νομάδες τούτους τους ονειροπόλους σώνω 
σπέρνοντας στη στράτα τους μολόχες.
Μην τους χάσεις και χαθείς. 
Στο λιόγερμά μου προλαβαίνεις. 
Κάθε μου μέρα στη Μάνα Γη φωλιάζουν λίγα νιάτα  
και με αγάπης πλαστελίνη 
ξαναπλάθουν  την Υδρόγειο. 







  Η συμμετοχή μου στην  αγαπημένη  (3η) φωτο-συγγραφική σκυτάλη της φίλης μας Μαίρης μέσα από τη Γήινη ματιά της, που ακόμη μια φορά μας προκαλεί με το δρώμενό της να βγάλουμε από την πέτρα το ζουμί.
Η συμμετοχή μου είναι αφιερωμένη στο δελφινάκι με την ευχή να ονειρευτούμε πως μια μέρα ξυπνήσαμε και πως ο ήλιος κι η θάλασσα ένωνε κι εμάς και τη Γη μας όλη 💚💛💜. Πόσο κάνει το όνειρο;
Σε ευχαριστώ Μαίρη μου για την ευκαιρία της συμμετοχής.
Φιλιά, αγάπη κι όλα τα παρελκόμενα που κουμπώνουν  σε αυτή την παρέα.





Παραδίδω τη φωτό μου στην Anna Flo με την ελπίδα πώς  θα έχει κάτι να της πει, κάτι να μοιραστούνε με τη λέξη  "αγκαλιά".


                                   


Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Η καριόλα (μέρος 3ο)


η πάλη
η τάξη
η πάλη των τάξεων 



Μια εβδομάδα  πριν       
           Αν δεν έπεφτα στα φρένα θα το σκότωνα το δύσμοιρο το γατί και ήταν πολύ  σκελετωμένο για να τελειώσει χωρίς δεύτερη ευκαιρία  η ζωή του.  Και νταλίκα να πέσει πάνω μου και το smart  μου το καινούριο να στραπατσαριστεί, το γατί δε θα το πατήσω.
          Έπεσε αυτός. Με ένα 25ετίας χάρβαλο MAZDA RX7 ασημί που κουβαλούσε κάποτε μεγάλα μεγαλεία.
Βγήκαμε από τα αυτοκίνητά μας και οι δυο αφού κάναμε με αλάρμ στην άκρη.
Το γατάκι είχε χαθεί στις συστάδες.  Εκνευρισμένη εγώ γιατί στοιχειωδώς θα βοηθούσε με μια κατάθεση στη δήλωση και γιατί μόλις είχα πλύνει το σμαρτάκι  μου, τριών μηνών και άστρωτο ακόμη. Τα πίσω μου φανάρια σπασμένα, το πορτ μπαγκάζ  είχε φτάσει στα καθίσματα και ο προφυλακτήρας μου μισοσερνόταν στην άσφαλτο.

( Όμορφος είναι…  Ε;  ΑΥΤΟΣ  είναι ;;!!)
( καλή είναι )
«καλησπέρα»  είπε   πρώτος  ευγενικά αφού εγώ είχα μείνει άφωνη με τις μνήμες σε ξέφρενο τρέιλερ να μου δένουν τη γλώσσα κομποσκοίνι.
« Με είχες φτάσει σε απόσταση μέτρου» τραύλισα το εξυπνότερο που βρήκα να πω.
«Κανένα πρόβλημα, θα κάνω θετική δήλωση.»
 Σε διαπέρασα. Σε διακτίνισα.  Σε ζύγιασα. Με στοίχειωνες και το συνειδητοποιώ τώρα που σε έχω μπροστά μου. Σε κοιτάω  έντονα  για να με θυμηθείς. Ολοφάνερο πως ξέχασες.
Ολοφάνερο πως δεν ξέχασα εγώ.  Έσφιξα τα δόντια και τις παλάμες , όσο φορούσα, από ένστικτο, το πιο γλυκό, θηλυκό μου προσωπείο.  Νιώθω τη ματιά σου πάνω μου ερωτική. Ζήτησα το κινητό σου και για τις δηλώσεις  σε πήρα με απόκρυψη τρεις μέρες μετά.
Η τύχη σε ξανάφερε στο δρόμο μου. Αυτή την ευκαιρία της δικαίωσης δε θα τη χάσω. Θα παίξω την πιο νικηφόρα παρτίδα σκάκι μαζί σου. Εγώ. Απέναντι εσύ κι ένα ακόμη τσουβάλι δηλωμένοι στο μητρώο αρρένων.  Στην παρτίδα αυτή θα σας αποτελειώσω μια και καλή. Συμπεριλαμβάνεται και ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος, συμπεριλαμβάνεται και ο ποδοσφαιριστής και ο ξάδελφος και κανα δυο ακόμη γερόντια λιγούρια που στάζαν πόθο από τις μασέλες. Τώρα θα παίξουμε επί ίσοις όροις όμως. Θα χάσετε συντριπτικά και θα στοιβαχτείτε ήσυχα μετά στους σωρούς των συναισθηματικών μου απορριμάτων.

«Βιάζομαι πάρα πολύ, σημείωσε την πινακίδα μου και θα σε καλέσω εγώ» του είπα. «Για τα διαδικαστικά. Κερνάς τον καφέ για την ψυχική οδύνη», χαμογελάω και αφήνω την αύρα μου να πλανάται  στον αέρα όσο μπαίνω στο αυτοκίνητό μου και βάζω μπροστά.

Τρεις μέρες μετά
          Ήξερε ήδη πως το βράδυ θα τη σκεφτόταν.
 Ήξερα ότι το βράδυ θα με σκεφτόταν. Το ένστικτό μου φώναζε ότι είμαι σε  θέση ισχύος από την αρχή.
          Έπιναν καφέ στο Zonars.  Τον είχε πάρει τηλέφωνο από νωρίς για να βρεθούν να κανονίσουν τα τυπικά των δηλώσεων, κάτι που διευθετούνταν και τηλεφωνικά αλλά η Λία έδειξε να θέλει και συνέχεια. Προσωπική.
Σε σαράντα λεπτά χώρεσαν τις διατυπώσεις και την αναγνώριση του γηπέδου στο επερχόμενο παιχνίδι.
-δε μου αρέσει να καπνίζουν οι γυναίκες
-συντηρητικός
-αρκετά
-ταμπού;
-δε νομίζω
-κι όμως να ένα
-μη συμπεραίνεις για μένα σε παρακαλώ αν θες, λες και περνάς το χέρι μέσα από τα φρεσκοκουρεμένα μαλλιά σου.
-έχεις δίκιο, συμφώνησα  και σε κοίταξα πάλι διαπεραστικά. Ποτέ δεν κάπνιζες άλλωστε.
- πώς το ξέρεις;
Το ήξερα.
- Χαχα! Από τα λευκά σου δόντια, τι άλλο;
( Σε παρακμή σε βρίσκω σκέφτομαι όσο ζουμάρω  τη συνολική σου καρικατούρα.)
-Είσαι έξυπνη.
- Μάλλον λογική. Πάντα είχες άσπρο χαμόγελο και δεν κάπνιζες ποτέ σκέφτηκα.
         Κοίταξε την ώρα στο κινητό της, έβαλε το χέρι της στο μηρό του, τον έσφιξε δυνατά  και αποφασιστικά  του είπε «θα  σε ξαναδώ. Βράδυ αυτή τη φορά».
         Η βόμβα τον βρήκε απροετοίμαστο. Μέτραγε κάτι ανούσιες ξεπέτες με χαζοτσουλάκια αλλά  γυναίκα – κυνηγό με τέτοια αισθησιακή χειραγώγηση, ποτέ. Ένιωσε κύματα ερεθισμού  να τον προδίδουν λίγο πάνω από το χέρι της στο πόδι του ενώ ο εγκέφαλός του πάλευε να ανασυγκροτηθεί.
-Μπορεί να μην μπορώ. Παρέλειψες να με ρωτήσεις, της υπενθύμισε ευγενικά.
-Ναι , μπορεί και να μην μπορείς. Αλλά μου αρέσεις, θέλω μια νύχτα μαζί σου κι αυτό θα σε κάνει να μπορείς. Την Τετάρτη βραδάκι να είσαι ελεύθερος. Θα σε καλέσω εγώ.»
Αυτός άρχισε να σκιτσάρει νοερά γεωμετρικές γραμμές.
Αυτή χάζευε τα περιστέρια στην απέναντι σκεπή. Ένας φωταγωγός σε πρώην κεραμιδί, του νεοκλασικού διώροφου  γειτόνευε παράταιρα με τη μαρκίζα του θεάτρου και τα διπλανά καταστήματα.
Αυτός ήξερε. Την ήθελε. Ήθελε να καταλάβει γιατί την ήθελε. Τον μαγνήτιζε και ταυτόχρονα του έβγαζε οργή. Γιατί;
Αυτή σκέφτηκε την κίνηση της επιστροφής.  Βαριόταν την ίδια της την υπεροχή.
Αυτός σκεφτόταν τι ηλίθιο να μην της πει.
Αυτή σκεφτόταν  να το συντομεύει. Θα έκλεινε αυτό το κεφάλαιο την Τετάρτη οριστικά .

Έφυγα.
Ποια είναι η σωστή στιγμή να φεύγεις;




Η απάντηση δόθηκε τη νύχτα που αυτός δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Και δόθηκε, όταν εκνευρισμένος με τον εαυτό του που τη σκεφτόταν συνεχώς, άυπνος και κουρασμένος, αποφάσισε να αυνανιστεί  για να χαλαρώσει και να αποφορτιστεί. Η εικόνα της ερχόταν και την έδιωχνε αμέσως. Είχε βρεθεί και με καλύτερες.  Φαντασιώθηκε ένα νέτο πήδημα χωρίς πρόσωπα, χωρίς ονόματα,  μόνο μέλη, μόνο το πήγαινε έλα ενός κάποιου μέσα στον κόλπο μιας κάποιας. Αποκοιμήθηκε αμέσως με το χέρι του χυμένο στο σεντόνι και το κεφάλι στο πλάι. Δεν είχε το τηλέφωνό της. Το΄ξερε  αυτό το παλιό γυναικείο τερτίπι. Καλύτερα.



         Δευτέρα, την επομένη  το πρωί  στο γραφείο του έβαλε τον δεύτερο καφέ. Βαρύ ξύπνημα, καμία διάθεση για δουλειά.

Άνοιξε το ντοσιέ με τα τρέχοντα. Τον έκλεισε.
Άνοιξε τον υπολογιστή. Επαναφορά σελίδων που χάσκανε πεινασμένες από την Παρασκευή. Τη σκεφτόταν. Φευγαλέα του καρφωνόταν στο μυαλό μέρες τώρα χωρίς καμία έγκριση  κι αυτός την τσαλάκωνε σαν χαρτί και την πέταγε. Μακριά από μπελάδες, υπενθύμισε στον εαυτό του.  Ήταν αρκετά μεγάλος, αρκετά χορτασμένος και αρκετά γκριζαρισμένος για τέτοια. Όμως κοίταξε για κάμποσο το επιτοίχιο ρολόι αντίκα που εδώ και δυο χρόνια δε δούλευε πια.
Την Τρίτη και την Τετάρτη αυτός και το ρολόι αναμετρούσαν τις ήττες των ζωών τους  αναμένοντας άπρακτα το τηλεφώνημα της Λίας.

          Θα αποζημιώσει λέει την οδύνη μου, εύθυμα. «Με ένα τραπέζι τουλάχιστον», τον διορθώνω  εγώ. « Και μόνο με καλό κρασί» συμπληρώνω υπονοώντας όσα εσύ θες. Θα πληρώσεις αποφασίζει η σκέψη μου, με κάθε τρόπο που φαντάζομαι και θα βρω.
«
Ναι, ναι, ασφαλώς», ψελλίζεις. « Έχεις καμιά ιδέα πού;»
«Βιάζεσαι.
Σίγουρα κάπου  που μας αρμόζει . Λέω για το ρεστοράν του Ledra hotel κατά τις 7….  επίσημο ένδυμα», σου ανακοινώνω  προεξοφλώντας ότι θα βάλεις το χέρι στην τσέπη βαθιά. «Σε φιλώ….»  και τερματίζω την κλήση.
Σε φαντάζομαι μετέωρο με το ακουστικό στο χέρι. Χαμογελάω σαν γάτα που στρίμωξε το ποντίκι στη γωνία.
Έγραψες τότε τον πρόλογο. Την  Ύβρη. Θα γράψω το κυρίως θέμα, τον επίλογο και θα επέλθει η Λύτρωση. Από όλα αυτά θα σου μείνει πύρινη  η δική μου κατακλείδα. Η Θεία Δίκη στην ιστορία που θα συγγράψω και θα σκηνοθετήσω αυτή τη φορά ε γ ώ.


           «Έχω να κλείσω ένα παλιό λογαριασμό , να πάρω κάτι χρωστούμενα πίσω, ε, θα τα πούμε και λίγο, τόσα χρόνια πέρασαν, μη με περιμένεις νωρίς» προετοίμασε το σύντροφό της η Λία. Κατά κάποιο τρόπο αλήθεια του είπε. " Σ΄αγαπάω πάρα πολύ" συμπλήρωσε  και του φίλησε το κούτελο τρυφερά.

         Παρήγγειλε και ήρθαν έγκαιρα από το διαδίκτυο και σε διακριτικό κουτί τα σύνεργά  της.
         Την Τετάρτη το μεσημέρι και μόνη της στο σπίτι ξαναπρόβαρε το ρόλο της. Αυτοκυριαρχία, βαθιές αναπνοές και τον πλήρη έλεγχο. Η Λία είχε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και το πανίσχυρο ατού της ώριμης σεξουαλικά 35χρονης γυναίκας.
Ετοιμάζεται.
         Το σώμα της, βελούδινο από την  πριν, την περί και μετά μπάνιου περιποίηση είναι έτοιμο να υποδυθεί τον καυτό του ρόλο.

Θα καίει παιδαρά μου, σκέφτομαι όσο φοράω τη μαύρη, ολόσωμη, δικτυωτή φόρμα κατάσαρκα. Θα σου μαρκάρω την ψυχή όπως μαρκάρουν τα αυτιά στις αγελάδες.  Ένα δίκτυ το εσώρουχό μου. Οι θηλές μου ξεμυτίζουν αυθάδικα από τα ανοίγματα. Ίσα να τις έχεις, ίσα να μην τις έχεις. Στη θέση του σλιπ που δε φοράω, το ίδιο αυθάδικα προβάλλει ο κρατήρας μου με τις πλαγιές του ξέχειλες, να φυλακίζονται στο δίκτυ. Ίσα να με  έχεις, ίσα να μη με έχεις.
Οι μαύρες μπότες γλιστρούν στα πόδια μου ανυπόμονα και τα αγκαλιάζουν πάνω από τα γόνατα  προστατευτικά. Τα ψηλά μου τακούνια με οδηγούν λικνιστικά στο μπάνιο.  Το είδωλό μου καθρεφτίζει μια λυγερόκορμη γυναίκα που με το δικτυωτό κορμάκι, τις μπότες ως το μηρό και το τακούνι στιλέτο ασημί υπόσχεται την Κόλαση.

Βγάζω από την κρεμάστρα το μαύρο μου κοντό, δερμάτινο φόρεμα. Κρύβω όσα υπονοούνται με ένα μεσάτο, αέρινο ζακετάκι.  Το σύνολο μου αποκαλύπτει λίγους πόντους πόδια σε δίκτυ φαρδύ κι ένα στήθος που πληθωρίζει αισθησιασμό. Λίγο άρωμα light blue της θάλασσας , αυτής και που έχεις και που δεν έχεις. Της θάλασσας που μόνο να δανειστείς μπορείς.  Ένα μαύρο κασμίρ παλτό και μακρύ ως τον αστράγαλο.
Λία εκπέμπεις επικίνδυνη  θηλυκή κομψότητα, επιβεβαιώνω τον εαυτό μου.


Αυτό ήθελε. Να αποπνέει  άνεση , σεβασμό, αυτοπεποίθηση και να προκαλέσει σεισμό απ΄έξω. Να ισοπεδώσει με το μέσα. Γυναίκα που ξέρει τι θέλει και ξέρει πώς θα το πάρει.
         Πιάνω τα ξανθά μου μαλλιά στο πλάι και η άκρη της χαλαρής μου αλογοουράς τρυπώνει κι ανιχνεύει τη χαράδρα ανάμεσα στα στήθη μου αθώα. Προκλητικά γλυκιά. Φιδίσιο άγγιγμα. Σαγήνη. Φωτιά.
         Βρισκόμαστε στις 7 το βραδάκι έξω από το ρεστοράν του
Ledra Marriot. Διανύω τα λίγα μέτρα ανάμεσά μας αγέρωχα, με μεγάλο βήμα και δυναμισμό που κάνει όλα τα κεφάλια να γυρνούν. Τα χάνεις. Το βλέπω. Με φιλάς αμήχανα στο μάγουλο και εισπνέεις βαθιά το άρωμά μου. Μυρίζεις υπέροχα μου λες. Δεν μυρίζω μόνο υπέροχα… σου απαντάω βραχνά και περνάω μπροστά στην είσοδο για να μην προλάβεις να σχολιάσεις. Σήμερα βάζω εγώ τους κανόνες, σκέφτομαι ήσυχα.
         Παραγγέλνω ακριβό μενού και σε ρωτάω αν πίνεις ένα τσουχτερό σε τιμή κρασί Pinot Noir
 Βουργουνδίας με το αυτονόητο ύφος γυναίκας που το προτιμάει συχνά. Κομπιάζεις στιγμιαία μα απαντάς «ναι, φυσικά και ναι!».
Μόλις απομακρύνεται ο σερβιτόρος με κοιτάς βαθιά. «Θα σε έχω» μου λένε τα μάτια σου με θαυμασμό. Πήρες ήδη το ύφος του άντρα που θα πληρώσει για να έχει.
«κι αν σε έχω εγώ;» τουμπάρω παιχνιδιάρικα τη σκέψη σου με τα δικά μου μάτια. Αιφνιδιασμός.
-Τι δουλειά κάνεις λοιπόν; Άστο, θα μαντέψω, σπάω πρώτη τον πάγο. Δεν μου φαίνεσαι υπάλληλος. Είτε ανώτερο στέλεχος είσαι είτε επιχειρηματίας. Ποντάρω all in επιχειρηματίας!

-All in ? χάσκεις σα χάνος.
-A l l  i n.
        
Ένα θλιβερό μηχανουργείο είχες στο Βοτανικό που γνώρισε παλιές δόξες. Αν κρίνω από το αμάξι που είχες και πριν είκοσι  χρόνια και ήταν ένδειξη τότε μεγάλης ευμάρειας ( και γυναικοπαγίδας φυσικά) τώρα τα κουτσοβγάζεις πέρα, σε απολογίζω με οίκτο σχεδόν.
Είσαι ακόμη γοητευτικός. Όπως τότε. Ο χρόνος, σου γκρίζαρε  τους κροτάφους και σου έσκαψε στο πρόσωπο τις έννοιες ελαφρά αλλά αποπνέεις αφόρητο ερωτικό κύρος μπάσταρδε. Όπως τότε.
-κάτι μου θυμίζεις Λία, μου είσαι οικεία, λες  και  πιάνεις το χέρι μου απαλά.
Το δίωρο που έδωσα προθεσμία περνάει χαλαρά, με φλερτ, μυστήριο και αδιαόρατες υποσχέσεις που εντείνουν την προσμονή σου. Τα πόδια μας ακουμπάνε κάτω από τραπέζι και τα βρίσκουν στη δική τους γλώσσα.
Στις 9 παρά 5 κι αφού σε έχει χαλαρώσει το κρασί και η κουβέντα μας, σε ξαφνιάζω
.

 «Σε θέλω».
«τώρα;»
«τώρα»
«Θέλεις να πάμε στο σπίτι μου;» με ρωτάς βγάζοντας ένα παλιό δερμάτινο πορτοφόλι.
«θα προτιμούσα αυτή τη νύχτα μας στο ξενοδοχείο εδώ» δηλώνω χωρίς εξηγήσεις. «Μήπως υπάρχει οικονομική δυσκολία;» δείχνω να σκέφτομαι ξαφνικά.

«καθόλου βέβαια! Περιμένεις να περάσω στη ρεσεψιόν σε παρακαλώ;»
Σε παρακολουθώ να περπατάς σκεπτικά. Ξέρω τι υπολογίζεις, 168e το δείπνο και 220e το δωμάτιο, είχα μάθει ήδη την τιμή από την ιστοσελίδα- κι αναρωτιέσαι αν αξίζω τόσα για αρχή. Δε θα μάθεις ποτέ πόσα αξίζω σου απαντάω σε ένα νοερό, υποτιθέμενο διάλογό μας.
Μας συνοδεύει ένας γκρουμ  δείχνοντας την κατεύθυνση του δωματίου μας στον
πέμπτο. Τα ασημένια μου τακούνια  πνίγουν τις αντιστάσεις μου στο παχύ χειροποίητο χαλί του διαδρόμου.
Ξεκλειδώνεις και με αφήνεις να περάσω πρώτη μέσα με τον ιπποτισμό που σε χαρακτήριζε από τότε, τον ιπποτισμό που με ξεγέλασε.
Δεν επιθεωρώ το χώρο, δε με ενδιαφέρει καν. Η δερμάτινη
Chesterfield πολυθρόνα και το king size πολυτελές κρεβάτι είναι όσα χρειάζομαι μαζί με κάτι ψιλά ακόμη στη σουέτ μου τσάντα.
Ανάβω το  χαμηλό  φωτισμό και σε νιώθω στην πλάτη πίσω μου, όρθιο και αμήχανο να με παρατηρείς. Δεν κάνεις βήμα, δεν παίρνεις καμιά πρωτοβουλία γιατί έχω εξαρχής τον αέρα γυναίκας που έχει το λόγο και δίνει το βηματισμό. Ακολουθείς.
Ξεκουμπώνω και αφήνω να πέσει το παλτό στα πόδια μου σαν κουρτίνα παραδομένη στο δροσερό μελτέμι. Βγάζω αργά το ζακετάκι μου με τη χάρη κύκνου αποκαλύπτοντας τον πίσω μου κορμό, τυλιγμένο στο στενό μου φόρεμα. Σε ακούω να πλησιάζεις, σε προστάζω
«μη!». Κοντοστέκεσαι . Κρατάς την αναπνοή σου. Τα χέρια μου με χάρη ρίχνουν στους ώμους τα δερμάτινα, λεπτά τιραντάκια και μετά πίσω γλιστρούν αργά το μεταλλικό φερμουάρ από την πλάτη μου μέχρι τους γοφούς. Απομακρύνομαι άλλο ένα μέτρο από σένα και στέκομαι μπροστά στη μπαλκονόπορτα.

 Νιώθω δέος στη θέα του περήφανου,  φωτισμένου βράχου της Ακρόπολης.
 Νιώθεις δέος στο ερωτικό μου κάλεσμα.
Ακούω την ανάσα σου σφυριχτή όταν ρίχνω το οχυρό του φορέματός μου. Την ακούω βαριά και ακανόνιστη όταν αποκαλύπτεται το κορμί μου με την πλάτη μου ολόισια και τους σφιχτούς μου γοφούς μέσα σε ένα αφόρητα θελκτικό μαύρο δίχτυ.
Κάνω νεύμα με το χέρι και με πλησιάζεις. Σκύβεις και τρέχεις την καμπύλη του λαιμού μου με τα χείλη σου ανιχνευτικά.

        Η Λία κλείνει τα μάτια και σφίγγει χέρια και δόντια μαζί. Τον νιώθει ασταθή και άβουλο από πόθο αλλά και έτοιμο να την διακορεύσει από τη μια άκρη του κορμιού της ως την άλλη με ένα μόνο της νεύμα.

Τη γυρνάει μπροστά του και κλείνοντας στις τεράστιες παλάμες του το πρόσωπό της, σκύβει να τη φιλήσει. «Εγώ….» του ψιθυρίζει κι απομακρύνοντας το πρόσωπό της , του φυλακίζει τα χέρια στα σκληρά της στήθη. «Θα παίξουμε με το δικό μου τρόπο, ναι; Με αφήνεις καλέ μου;» τον ρωτάει και χωρίς να περιμένει την αυτονόητη απάντηση, ανοίγει την τσάντα της αφημένη στο κρεβάτι. Ένα μεταξωτό μαύρο μαντήλι, ένας διάφανος δονητής, ένα ζευγάρι χειροπέδες.
«Δεν τελειώνω αλλιώς» , του λέει λίγο απολογητικά, λίγο ντροπαλά. «Δέσε μου τα μάτια». Πειθήνια την υπακούει. Είναι ο κηφήνας της, είναι η βασίλισσά του σε ένα σμίξιμο ως θανάτου ερωτικό.
        Τον γδύνει βασανιστικά αργά με τα μάτια της πίσω από το μετάξι. Τον ανιχνεύει πόντο τον πόντο με τα χείλη, τα ακροδάχτυλά της και με τα μακριά της νύχια να τον ταξιδεύουν σε πρωτόγνωρους ποταμούς ηδονής. Κατεβάζοντας και το εσώρουχό του, κλείνει στις χούφτες της το πιο σκληρό όργανο που θα μπορούσε να φανταστεί. Χαλαρώνει το σφίξιμο και διατρέχει τις φλέβες που εκτινάσσουν το αίμα του σε μια πρωτόγνωρη γι΄αυτόν ως τώρα  στύση. Τον σφίγγει, τον αφήνει, τον παίζει, τον χαλαρώνει τόσο μέχρι να τον νιώσει έτοιμο για την ύστατή του κραυγή.
«Όχι ακόμη παιδαρά μου, έχουμε άλλα τριάντα λεπτά  μπροστά μας», το alter ego συνωμοτεί.
Τον βάζει απαλά να κάτσει στο κρεβάτι  και με τα μάτια πάντα σφαλιστά η γλώσσα της τον ηλεκτρίζει από το λακάκι του λαιμού του μέχρι τη σάτυρη αυθάδειά του.
Σε παίρνω στο στόμα μου, τον έπλυνες ευτυχώς. Όλος μου ο αισθησιασμός και όλη μου η εμπειρία συσσωρευμένα ανάμεσα στο στόμα μου και τον ολόρθο σου ανδρισμό. Σφαλίζω τα μάτια, κλειδώνω όλες μου τις αισθήσεις για να σου εμβολίσω με την αφή μου μόνο  ανυπόφορη ηδονή.  Για να γίνω η μαιτρέσα της ζωής σου. Η γκέισά σου  τώρα. Σου υπόσχομαι πως τη μνήμη μου θα την κουβαλά  και το τελευταίο σου κύτταρο. Για πάντα αυτή τη φορά.
Σηκώνει το φουλάρι από τα μάτια της και τον κοιτάει κατάματα. «θέλω να καθίσω στην πολυθρόνα με τα πόδια μου ανοιχτά, στο κρεβάτι εσύ και να τη βρούμε έτσι για αρχή. Εμπιστεύσου με…»
«Ό,τι θέλεις εσύ γυναικάρα μου» αφήνεσαι αμαχητί. Δε θέλω εσένα αλλά την εμπιστοσύνη σου. Όπως κάποτε σε εμπιστεύτηκα και εγώ.
Η Λία κουρνιάζει  στην πολυθρόνα, ανοίγει  διάπλατα τα πόδια της  και του εκθέτει απροκάλυπτα την πηγή της, περνά τα δάχτυλά της γύρω, μέσα της βασανιστικά, αλύτρωτα. Αυτός κάθεται στο κρεβάτι απέναντι με ένα μαξιλάρι στην πλάτη, την κοιτάζει λαίμαργα και με το χέρι του ανακουφίζει κι αυτός τον πόθο του αργά. Όταν η Λία πιάνει το διάφανο δονητή της, τον παίρνει στο στόμα της για να τον υγράνει και τον σπρώχνει στη φωλιά της με βογκητά, αυξάνονται και τα δικά του. Οι παλμοί του συγχρονίζονται με την παλάμη του που τώρα την ανεβοκατεβάζει γρήγορα και δυνατά
«περίμενε, περίμενέ με άγγελε μου….» τον σταματά. Βγάζει από μέσα το δονητή της και γεύεται τους χυμούς της με τη γλώσσα της και με το στόμα της σε μια φανταστική απομίμηση  του δικού του μέλους, όπως τον τρυγούσε η ίδια πριν σα να΄ ταν το νερό που ξεδιψούσε και διψάει ξανά και ξανά. Τον ακουμπά στο τραπεζάκι δίπλα της και παίρνει τις χειροπέδες. «Μόνο το ένα πόδι  σου θέλω δεμένο» του ψιθυρίζει πλησιάζοντας στα τέσσερα σαν αίλουρος  πριν την εφόρμηση. «Με τα χέρια σου  θέλω να την παίζεις, άγρια, δυνατά , να χύσεις για μένα, ναι;» και με το πιο λάγνο της ύφος του περνά τρυφερά τη χειροπέδα στον αστράγαλό του και την ασφαλίζει  στον πάσσαλο του κρεβατιού. Αυτός   ήταν αποχαυνωμένος και ανίκανος να  αρνηθεί  τη σεξουαλική παράσταση αυτού του γυναικείου ηφαιστείου που κόχλαζε σε κορυφαίο γι΄αυτόν αισθησιασμό. Μοναδικό…
Κλακ.
Σηκώνομαι και κοιτάω την ώρα στο κινητό μου, «σε ένα τέταρτο έχω φύγει, μισό να ντυθώ και θα τα πούμε». Βγάζω το κορμάκι και το πετάω στο καλάθι μαζί με το δονητή. Οι μπότες τουλάχιστον θα πιάσουν τόπο. Από τη μεγάλη μου τσάντα ξετρυπώνω ένα φούτερ, τα
allstar μου, ένα παντελόνι στρατιωτικό, ντύνομαι βιαστικά και δε σου ρίχνω ούτε βλέμμα όσο σε ακούω να τραβιέσαι, να διαμαρτύρεσαι και να μου λες «κόφτο, έλα τώρα κόψε τις πλάκες, τι κάνεις!!» Ανάβω όλα τα φώτα εκτυφλωτικά να σε στραβώνουν. Από την τουαλέτα που πλένω τα χέρια μου σου φωνάζω…. "κοίτα να δεις που αυτό είναι που λένε – έμεινε με το πουλί στο χέρι!! Χαχαχαχαχα!!!" και ξεσπάω σε γέλια δυνατά. Εσύ κλαψουρίζεις αν δε βρίζεις. Μπα, σε φιλτράρω και δεν ακούω λέξη σου. Έρχομαι πάνω σου και πιάνω το κινητό σου. «Λέγε κωδικό» χωρίς περιθώρια  εγώ, «τι λες μωρή καριόλα που θα σου πω τον κωδικό» εσύ. Οκ, σε κοιτάω γυάλινα και παγερά… «το θάνατό  σου τον θες αργό κι επώδυνο ή τσακ μπαμ; ούτε που θα νιώσεις κάτι»
-
mazda7
-έλα ρε μεγάλε; Ευφυέστατο όμως!
-σε παρακαλώ Λία, σε παρακαλώ λύσε μου το πόδι, ικετεύεις με το μόριό σου πλαδαρό σα ζελεδάκι στον ήλιο
-Λία; Ποια Λία; Μόνο μια καριόλα βλέπω εδώ. Κάθομαι απέναντί σου και σε κοιτάω με τα γέλια να με πνίγουν όσο σε ρωτάω ποιος είναι αυτός και ποιος εκείνος τρέχοντας τον κατάλογό
 σου. «Κολλητός ο Στάθης; οκ, ο Χρήστος;»
-ένας μαλάκας αποθηκάριος στο μηχανουργείο, τι θες ρε Λία, άρρωστη είσαι; Λύσε με πουτάνας  κόρη μη σε… καλά, καλά, συγνώμη, λεφτά θες; Τι θες;;Το κινητό μου τι το θες;;
-ο αποθηκάριος μου κάνει, αποφασίζω  και τον καλώ. «Ναι; Ο Χρήστος; Ο αποθηκάριος ; το αφεντικό σου …χμ… είναι αξιολύπητος στο
Ledra στη Συγγρού στο 508 και δεμένος, μπορείς να το χειριστείς … διακριτικά σε παρακαλώ;» Το κλείνω. Κοιτάω το ρολόι, έχω άλλα 5 λεπτά σου ανακοινώνω. Δε με θυμάσαι. Εγώ όμως σε θ υ μ ά μ α ι. Πριν 20 χρόνια ένα βραδάκι κοντά στην παραλία  που με τράκαρες. Που μου είπες να αφήσω το ποδήλατο και να με πας μια βόλτα με το αυτοκίνητό σου.

20 χρόνια πριν
Πάνω που δρόσιζε το βραδάκι η 16χρονη Λία τσούλαγε τεμπέλικα στην κατηφόρα χωρίς πετάλι. Δίπλα της σταμάτησε ένα ολοκαίνουργιο αστραφτερό mazdaRX7  με ένα κάπου στα 30 ημίθεο μέσα . Είχε διπλώσει το μανίκι του πουκαμίσου του και το μπράτσο του στιβαρό και μαυρισμένο από τον ήλιο το ακουμπούσε στο κατεβασμένο παράθυρο. Όταν της είπε, τι κουκλί είσαι εσύ; Κάνε λίγο στην άκρη να μιλήσουμε, η Λία κόντεψε να φύγει κουτρουβάλα από το τρακ. Μα τι θαύμα, τι δώρο ήταν αυτός; Και τι αμαξάρα , ποπό να βγαίνουμε μαζί, πολλή μόστρα, ποπό! Έκανε στην άκρη κι αυτός κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Μα τι άντρας σκέφτηκε η Λία και το μπουρδούκλωσε τελείως από κει και μετά.
-άσε κάπου το ποδήλατο να σε πάω μια βόλτα με το αμάξι μου, της είπε γλυκά
- θα γυρίσουμε σε μια ώρα; Μόνο βόλτα!
- και βέβαια, Πέτρο με λένε, εσένα;
Η Λία έκρυψε το ποδήλατο σε μια σκοτεινή αυλή με χέρια που έτρεμαν. Ήταν πολύ καλός για να΄ναι αληθινός. Κελεπούρι κορίτσια! Θα με κερνάει και πίτσες και γρανίτες! Σκέψεις ανάκατες στα πρώτα φτερουγίσματα της ανάγκης της να σμίξει.
-Λία παραλία;
- χαχαχα, παραλία!
Η παραλία όταν έγινε η πάνω λεωφόρος και αυτή πέρασε και τα 12 χιλιόμετρα του ξαδέρφου, πέρασε και τον έρημο λόφο μετατράπηκε σε λωρίδα ατέλειωτου τρόμου στα μάτια της που λαμπύριζαν τον κίνδυνο. Τον μύρισε στον αέρα αλλά όσο και να τον παρακαλούσε να γυρίσουν πίσω αυτός συνέχιζε με ταχύτητα να οδηγεί στην ερημιά. Τράβηξε χειρόφρενο κάπου 18 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι της σε ένα χωματόδρομο στο πουθενά χωρίς σπίτια με ένα ολόγιομο φεγγάρι μάρτυρα μοναδικό. Πριν σταματήσει κλείδωσε αυτόματα και λίγο μετά πλάκωνε με το στήθος του το κορμάκι της που κραύγαζε διαφυγή. Στο πουθενά. Ουδείς. Κανείς.
Στην πάλη που ακολούθησε η Λία κατάφερε να τον εκτινάξει με γιγάντια δύναμη στα χέρια και στα γόνατα . Χτυπώντας και ραγίζοντας το παρ μπρίζ   του αυτοκινήτου με το κεφάλι του  ο Πέτρος ούρλιαξε και η Λία βρήκε ευκαιρία να ξεκλειδώσει την πόρτα της και να χυθεί στα βάτα στην κατηφοριά. Μαζί της , από τον πανικό της κατρακυλούσαν και πέτρες κι έχανε την ισορροπία της αλλά δεν έπεσε! Δεν έπρεπε να την κυνηγήσει αυτός που ούρλιαζε!
…. Αλλά; Μήπως να ανέβαινε; Να τον δει; Μήπως πέθαινε; Μήπως ξέρω γω; Τρόμαξε η Λία και γύρισε πίσω. Αυτός έπιανε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια , ένα μέτρο άντρας στα χώματα σκυφτός, φαινόταν τόσο ανίσχυρος, η Λία τόσο ισχυρή, μα πώς γινόταν να μιζέριασε, να συρρικνώθηκε έτσι αυτός, μια πήχυ άντρας, πλησίασε θαρρετά η Λία και με όλη της τη δύναμη τράβηξε με τα ξύλινά της τσόκαρα μια τέτοια κλωτσιά στην πόρτα του συνοδηγού που τη βούλιαξε σα να΄ταν γκαζοτενεκές , μα τι ωραίος κρότος ήταν αυτός, ούρλιαζε  η πήχυ που τώρα όρθωσε ανάστημα, είσαι τρελή;;; καριολάκιιιιι , καριόλα, καριολάκι θα σε σκοτώσω!!
Η Λία γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε για την επιστροφή. Με ένα φεγγάρι ολόγιομο για βοηθό κι ένα ζευγάρι τσόκαρα να της ανοίγουνε φουσκάλες σε ένα δρόμο που δεν τερμάτιζε. Τουλάχιστον έβλεπε τα αγκάθια. Έφταιγε. Αυτή έφταιγε. Πήγε γυρεύοντας αλλά … Τον εμπιστεύτηκε.

Σήμερα
-με θυμήθηκες λοιπόν; δε μιλάς
-σε ρωτάω, με θυμήθηκες τώρα;  επιτακτικά αυτή τη φορά
-ναι, σε θυμήθηκα , απαντάς με το κεφάλι στο στήθος χωρίς να με κοιτάς
- σίγουρα με θυμάσαι, όχι για μένα, αλλά γιατί σου στραπατσάρισα την πόρτα της γκομενοπαγίδας σου. Άλλαξα από τα 16 μου ε; Δεν άλλαξα όμως τσαμπουκά. Σηκώνομαι.
Παράσταση τέλος ανακοινώνω και πάω προς την πόρτα. Δεν ακούω τι λες, δε με νοιάζει τι λες. Κατεβάζοντας το πόμολο, το ξανασκέφτομαι. Κοντοστέκομαι λίγο.
Γυρνάω και σου παίρνω το κινητό και τα κλειδιά σου. Στο νιπτήρα ανοίγω τη βρύση και αφήνω το τηλέφωνο από κάτω. Καληνυχτίζω με το μακρύ μου, κασμιρένιο παλτό και τα allstarάκια παράταιρα τελείως στη ρεσεψιόν και βγαίνω στον κρύο αέρα. Στον πρώτο υπόνομο μπροστά μου σκύβω και πετάω τα κλειδιά σου, βέβαιη πως πέρασαν τη σχάρα. Α, ναι. Και το κλειδάκι της χειροπέδας. Σωστά.

                   -------------------------------------------------------------------------------------------------------





Η 3η μου συμμετοχή στην Ερωτική Υμνωδία  υπό την επίβλεψη του Γιάννη και του Λυσιππακίου μας, μακρυσκελής, μπορεί και κουραστική αλλά αληθινή. Η Λία υπάρχει. Πάντα υπήρχε. Την ευχαριστώ και αυτήν και εσάς που μου δίνετε την ευκαιρία να την ενθυμίσω. Είναι αόρατα παντού, μυστικά που τη διαμορφώνουν σε Γυναίκα
.