Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Στη μισοσκότεινη σοφίτα

     


          Μια φορά κι έναν καιρό, κοντινό ή μακρινό, σε μια σοφίτα, ακούστηκε ο ήχος τού κλειδιού να γυρίζει στην κλειδαριά. Η πόρτα μισάνοιξε και δειλά βήματα ακούστηκαν στον μισοσκότεινο χώρο τής σοφίτας.
          Σύρθηκε το καπάκι από ένα μεταλλικό κουτί κι ένας γδούπος ακολούθησε, ενώ το καπάκι γύρισε πάλι στη θέση του.
          Τα βήματα ξεμάκρυναν, η πόρτα έκλεισε και γύρισαν όλα στην πρότερη ηρεμία τους.
-«Ωχ, με σακατέψανε» ακούστηκε μια φωνή.
-«Είσαι καλά;» ρώτησε χαμηλόφωνα και ντροπαλά. «Με λένε Κλημεντίνη» συνέχισε σε φιλικό τόνο ένα μολυβάκι μια σταλιά.
-«Χάρηκα, Κλημεντίνη. Καλά είμαι, δεν χτύπησα» είπε απογοητευμένο το στυλό. «Κοίταξε το σώμα μου... Χρόνια ολόκληρα με είχε η κυρά μου το δεξί της χέρι. Θες απ' τα τόσα χρόνια χρήσης; Θες ότι δεν με προσέχανε κι έπεφτα κάτω; Γέμισα γρατζουνιές» είπε κι έτεινε το κορμί του στο πιο φωτεινό κομμάτι τού κουτιού για να το προσέξει καλύτερα η Κλημεντίνη. «Τόσα χρόνια υπηρεσίας κι αυτό είναι το ευχαριστώ; Να με πετάξουν σε ένα σκονισμένο κουτί και να με ξεχάσουν;» το έπνιξε το παράπονο, το στυλό.
-«Μη στενοχωριέσαι» προσπάθησε να γλυκάνει το στυλό η Κλημεντίνη. «Ωραία περνάμε κι εμείς εδώ, δεν θα είσαι μόνο σου. Η εξωτερική εμφάνιση δεν μετράει, στέκεις ακόμα ευθυτενές κι είσαι ακόμα χρήσιμο» πρόσθεσε με μια φιλική σπρωξιά δείχνοντάς του την στάθμη απ' το μελάνι του.
-«Εδώ τι θα κάνω; Εγώ έστεκα περήφανο στη μολυβοθήκη μου. Ένιωθα χρήσιμο... Έχω χαράξει σειρές ολόκληρες, ωκεανό λέξεων με τόσα συναισθήματα μέσα τους. Λόγια ερωτικά που στάζανε πόθο, λόγια γεμάτα αγάπη για φίλους και μακρυνούς συγγενείς. Ήμουν χρήσιμο για την υπενθύμιση στα ημερήσια ψώνια τού σπιτιού [...]»
-«Κι εδώ χρήσιμος θα είσαι. Δεν είναι χρήσιμη η συντροφιά σου σ' εμάς; Θ' ανταλλάξουμε εμπειρίες ετών, τα όνειρά μας, τ' απωθημένα μας... Άσε που εάν θέλεις μπορείς να γεμίζεις τις εναπομείνασες σελίδες των τετραδίων και των μπλοκ εδώ πάνω» τον διέκοψε με το πιο δελεαστικό της ύφος.
          Το στυλό χαμογέλασε προσπαθώντας να μη δείξει την πικρία μέσα του.
          Έτσι, ο καιρός περνούσε. Όλα τα κλεισμένα αντικείμενα της σοφίτας είχαν αναπτύξει μια σχέση αδελφική μεταξύ τους. Ακόμα και το στυλό ήταν χαρωπό, καίτοι πού και πού το έπιανε το παράπονο αναπολώντας το ένδοξο παρελθόν του, χωρίς να το δείχνει στους υπόλοιπους. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά όποτε άνοιγε η πόρτα τής σοφίτας αλλά κανείς δεν έλεγε να του δώσει σημασία.
         Ένα πρωινό η κλειδαριά έτριξε πάλι. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και παιδικά ποδαράκια προχωρούσαν δειλά δειλά προς τα μέσα. Ένας ήχος όλο θαυμασμό ξεπήδησε απ' τα χείλη του, ενόσω τα παιδικά μάτια γέμιζαν απ' τον άλλοτε θησαυρό που κοιμόταν στα βάθη τής σοφίτας μες στην σκόνη.
         Κούτες αρχίνισαν ν' ανοίγουν, πράγματα χτυπούσαν μεταξύ τους στην προσπάθειά του να δει γρήγορα περί τίνος πρόκειται σε κάθε κούτα.
Το πόδι σκόνταψε σε ένα μεταλλικό κουτί.
-«Πρόσεξε μην χτυπήσεις, Ελενίτσα» ακούστηκε η φωνή τής γιαγιάς που επιτηρούσε αδιαλείπτως την εγγονή της.
-«Τι έχει εδώ μέσα, γιαγιά;" είπε η Ελενίτσα δείχνοντας το μεταλλικό κουτί στα πόδια της.         
          Και, χωρίς να περιμένει, έκανε πιο πέρα το καπάκι του για να αποκαλυφθούν τα τιμαλφή του.
          Το στυλό, αν και γρατζουνισμένο και ταλαιπωρημένο, έλαμψε στις αχτίδες τού ήλιου που έπεσαν πάνω του.
          Η Ελένη το πήρε στα χέρια της και το σήκωσε ψηλά για να το δει καλύτερα.
          Το στυλό άρχισε να ξεφωνίζει ενθουσιασμένα, σαν παιδί σε παιδική χαρά.
-«Κλημεντίνη, αυτή είναι η ευκαιρία μου να φύγω από 'δω μέσα» γύρισε να κοιτάξει με μάτια που έλαμπαν από χαρά την φίλη του.
          Το μικρό κορίτσι στριφογύριζε το στυλό στα χέρια της κοιτώντας το πότε από τη μια και πότε από την άλλη. Τα δάχτυλά της σέρνονταν πάνω του, και μόνο τα δικά της δάχτυλα μπόρεσαν να αισθανθούν το ανάγλυφο όνομα πάνω στο εκτεθειμένο του κορμί. «Airis τ' όνομά του, γιαγιά» είπε με μια ανάσα η μικρή.
-«Τόσα μολύβια, στυλό και μαρκαδόρους έχεις στο δωμάτιό σου, βρε κορίτσι μου. Τι το θες αυτό; Δεν είναι σε καλή κατάσταση, άσ' το πάλι μέσα» την πρόετρψε η γιαγιά της.
-«Όχι, εγώ το θέλω» ανταπάντησε πεισματικά η μικρή Ελένη. «Οι γρατζουνιές είναι που του δίνουν αξία και το θέλω. Σημαίνουν πως κάποτε ήταν χρήσιμο κι εξυπηρετούσε ακούραστα για πολύ καιρό, είχε ιδιαίτερο δέσιμο μ' αυτόν που το είχε, γι' αυτό είναι πολλές κι οι γρατζουνιές".
         Το στυλό έβαλε τα κλάματα. Επιτέλους, κάποιος μπόρεσε να δει τ' όνομά του και ν' αναγνωρίσει την πραγματική του αξία. Κείνη τη στιγμή ξαναένιωσε ευτυχισμένο!

 〣〣〣〣〣〣〣〣〣〣〣〣〣〣〣〣

Αυτό το κειμενάκι γράφτηκε πριν κάμποσες ημέρες και στάλθηκε στην Αριστέα, 
για συγκεκριμένο λόγο, και σήμερα ανασύρεται, στολίζεται με κορδέλα και τοποθετείται
 σε περίοπτη θέση για να κάνουν πιο ιδιαίτερα τα γενέθλιά της. 

Ας ενώσουμε όλοι μαζί τις ευχές μας και την αγάπη μας για εκείνη, 
να της κάνουμε ακόμα ομορφότερη την ημέρα της, λοιπόν. 

Σας την παραδίδω! ღ


Αριστέα, παρασκευάστηκε με αγνά, υγιεινά υλικά. 
Θα το φας! 
Δεν μ' έφαγε τζάμπα η κουζίνα για να σου το ετοιμάσω. 






Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Το χαμομήλι

Επιλεγμένη λέξη "Χαμομήλι"



Σάββατο, 1 Ιουνίου 2019

«Η μέρα μας» όπως λέμε συνωμοτικά μεταξύ μας. Η ημέρα τής βδομάδας που οι ενοχές μου συρρικνώνονται και κρύβονται μες στην ντουλάπα, αφού μπορώ να μείνω σπίτι και να κάνουμε πράγματα μαζί. Πώς φωτίζεται το πρόσωπό σου κείνες τις μέρες, πάντα.

Σε πήρα και πήγαμε να περπατήσουμε. Λατρεύεις να καταγράφεις τα τοπία, τους περαστικούς, τ' αυτοκίνητα... Και μένα μ' αρέσει να καταγράφω εσένα· την έκπληξη που σου αφήνει το καθετί, την έκπληξη και τον ενθουσιασμό που -στον κόσμο των μεγάλων- το χρώμα τους είναι ξεθωριασμένο. 

«Μία, δύο, τρεις...» ακούγεται η φωνούλα σου, σαν τιτίβισμα, όσο μετράς τις πλάκες τού πεζοδρομίου, χοροπηδώντας πάνω τους. Και στη σχισμή του φυτρωμένο ένα χαμομήλι. Μια αφανής λεπτομέρεια για μένα, για σένα κάτι άλλο, μεγαλύτερο· σου δίνει χαρά. Κόβεις δυο - τρία απ' τα λουλούδια του και τρέχεις να μου τα δώσεις, με τον σταθερό ενθουσιασμό στη φωνή σου να λέει ένα μακρόσυρτο «μαμάαα» με το «ήλιοι με άσπρες αχτίδες» να το ακολουθεί. 

Οι ασπροκίτρινοι ήλιοι σου, γεμάτοι υπενθυμίσεις. 






Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στη 3η φωτο-συγγραφική σκυτάλη
που διοργανώνει η Μαίρη μας με την Γήινη ματιά της. 

Η φωτογραφία κι η επιλεγμένη λέξη είναι απ' τη Μαρία Νικολάου
στην οποία αφιερώνω και την ανάρτηση. 

Νομίζω πως παρόμοια συναισθήματα γεννούν αυτά τα χεράκια
-φορτωμένα λουλούδια- 
που τρέχουν στην μανούλα τους, ε, Μαρία; :)  

Με τη σειρά μου αφήνω στη Μαρίνα μας αυτή τη φωτογραφία, με την λέξη «ελπίδα».

Νομίζω είναι πολύ σε σένα, Μαρινάκι μου.
Καλή έμπνευση!