Τίποτα δεν σάλευε μες στη σιγαλιά τής νυχτιάς. Ή μήπως σάλευε; Ένα κεφάλι με μεγάλα, μακρουλά αυτιά και σκουφί ξεπρόβαλε από έναν θάμνο και μισόκλεισε τα μάτια του όλο πονηράδα κι ευχαρίστηση.
-«Πάρ' τα πόδια σου! Κοιμήθηκαν!» γύρισε κι είπε κατά τον θάμνο.
Μεμιάς ξεπετάγεται άλλο ένα πανομοιότυπο κεφάλι απ' τον θάμνο. Η μόνη διαφορά τους ήταν στο ότι το δεύτερο ανήκε σ' ένα πιο στρουμπουλό πλάσμα.
-«Είσαι σίγουρος;» είπε αργόσυρτα και μάλλον απρόθυμα.
-«Πότε σου έδωσα το δικαίωμα ν' αμφιβάλλεις για μένα; Σου λέω, κοιμούνται κι οι δυο του καλού καιρού» ανταπάντησε όλο ανυπομονησία ο λεπτότερος και πιο μικροκαμωμένος.
Ο δεύτερος έξυσε το κεφάλι του με περίσκεψη.
-«Και τι θέλουμε εμείς στους ανθρώπους; Τέτοιο καιρό θα έπρεπε να είμαστε κρυμμένοι από δαύτους, να είμαστε στο ζεστό μας κρεβατάκι και να μαζεύουμε δυνάμεις για τη μεγάλη επέλ...» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, που πνίγηκε σ' ένα χασμουρητό.
-«Μώρ' τι κοιμήσης είσαι, αδελφάκι μου; Για καλό σε πήρα μαζί μου; Δες το σαν διασκέδαση, σαν να σε πηγαίνω στο λούνα παρκ" του είπε μορφάζοντας, και συνέχισε «Παράτα τους άλλους, ας κοιμούνται. Εμείς έχουμε ν' ανακατώσουμε πράματα... Άσε που δεν θα μας περιμένουν τόσο νωρίς και δεν θα 'χουν πάρει τα μέτρα τους. Θα τα κάνουμε μπαχαλάκι με την ησυχία μας» χοροπήδησε χτυπώντας τα χέρια του.
-«Καλά! Και για πες, γιατί ήρθαμε εδώ συγκεκριμένα;» είπε ψιθυριστά κοιτώντας τον στα μάτια.
Ο μικρός παμπόνηρος μισόκλεισε τα μάτια και τράβηξε τα χείλη του σ' ένα πλατύ χαμόγελο.
-«Η μια τους έχει γενέθλια! Αυτό συνεπάγεται γλέντι, κι αυτό τι συνεπάγεται; Ανθρώπινη χαρά, χαμόγελα, γέλια! Κι εμείς τι κάνουμε γι' αυτό; Φροντίζουμε να τους τη χαλάμε... Αυτό θα κάνουμε κι εδώ» κάγχασε. «Εμπρός! Θα γίνω κουβάρι... Πιάσε με και ρίξε με στο παράθυρό τους με τη θέρμη πρωταθλητή στις ρίψεις. Εμπρός, κουνήσου!» είπε και πήρε θέση για να τον βουτήξει σαν μπάλα.
-«Δεν μ' αρέσουν οι ρίψεις... Εγώ είμαι γκολτζής!» είπε και, πριν προλάβει να ορθώσει ο άλλος το ανάστημά του, του έριξε μια κλωτσά και τον εκσφενδόνισε προς το παράθυρο.
Πρόλαβε και πιάστηκε από ένα κλαδί, και μ' ένα μικρό σάλτο προσγειώθηκε στο παράθυρο.
-«Θα σου έλεγα καμιά χοντρή τώρα, αλλά έχε χάρη που θέλω να κάνω ησυχία. Έλα, θα μπω μέσα να βρω κάτι και θα σε τραβήξω πάνω» πρόσθεσε, καθώς γλιστρούσε μες στο σπίτι.
Δεν έχασε χρόνο κι έκανε την πρώτη του ζημιά:
άρπαξε τη κουρτίνα και την έσκισε, αφήνοντάς τη ένα κουρέλι.
-«Έλα, μη χάνουμε χρόνο» είπε ρίχνοντας τη μια άκρη τής κουρτίνας προς τον φίλο του.
Ο κάτω άρπαξε την άκρη και τη τράβηξε ρυθμικά τρεις φορές για να του δώσει το σινιάλο, να τον τραβήξει.
Κατόπιν προσπάθειας, προσγειώθηκε κι ο δεύτερος μες στο σπίτι.
Γύρισαν να περιεργαστούν τον χώρο.
-«Ποια έχει τα γενέθλια; Η ξανθιά ή η μελαχρινή;» αναρωτήθηκε ο τσουπωτός.
-«Η δεύτερη» βιάστηκε να του απαντήσει. «Δες τι έχει κάνει εδώ η ξανθιά... Μπαλόνια, αρκουδάκια, κομφετί. Φιλία» είπε φτύνοντας τη λέξη. «Θα τους δείξουμε εμείς τι θα βρουν το πρωί για να χαρούν» ακούστηκε, ενώ το νύχι του βρισκόταν ήδη στην άκρη ενός μπαλονιού και βυθιζόταν μέσα του.
-«Είσαι τρελός; Τι κάνεις; Θα μας ακούσουν» σχεδόν γκάριξε.
-«Ό,τι θέλω θα κάνω, δεν θα σε ρωτήσω κιόλας» του γύρισε την πλάτη, και συνέχισε να σκάει ένα ένα τα μπαλόνια. «Τι με κοιτάς; Κομφετί ήθελε η ξανθιά; Άρχισε να κάνεις κομμάτια τ' αρκουδάκια» πρόσταξε τον άλλο, που είχε μείνει να τον κοιτάζει.
Μηχανικά έκανε αυτό που του είπε ο άλλος.
Χέρια, πόδια, κεφάλια άρχιζαν να πετιούνται δεξιά κι αριστερά. Πήρε στην αγκαλιά του το περιεχόμενό τους και γύρισε στον άλλο «Κοίτα, θα 'χουν και χιόνι τώρα» είπε γελώντας, καθώς πέταξε ψηλά το λευκό περιεχόμενο των λούτρινων.
-«Έτσι, δεν θ' αφήσουμε τίποτα όρθιο. Θα τα κάνουμε όλα γης μαδιάμ» του έκλεισε μάγκικα το μάτι, ενώ περιεργαζόταν ένα καπελάκι γενεθλίων και το πέταξε περιφρονητικά στην άκρη. «Έχει και σημαιάκια» ακούστηκε ενθουσιωδώς, κάνοντας τσουλήθρα το σκοινί τους, και προσγειώθηκε πάνω στον πολυέλαιο ρίχνοντάς τον κάτω.
-«Α! Πορτοκαλάδες, λεμονάδες, κόλες, ποτά... Εννοείται πως όλα θα τα πιουν, αλλά θα τα πιουν τα χαλιά τους» είπε σατανικά, αναποδογυρίζοντας τα μπουκάλια.
-«Κοίτα που σου κόβει τελικά, δεν σ' έφερα τζάμπα και βερεσέ» τον καμάρωνε ο άλλος και τον χτύπησε συναδελφικά, όλο κατεργαριά, στην πλάτη. «Λοιπόν, γενέθλια χωρίς τούρτα δεν είναι γενέθλια. Πού είναι η τούρτα;» αναφώνησε με το κεφάλι του να γυρνάει σαν περισκόπιο στον χώρο.
-«Πού να 'ναι, βρε χαμένε; Στο ψυγείο θα 'ναι» απάντησε περιφρονητικά κι έτρεξε προς το ψυγείο. «Βιάσου» είπε ανοίγοντας το ψυγείο. «26; Χαρούμενα 62α γενέθλια» είπε μ' ένα ειρωνικό γελάκι, ενώ άλλαζε θέση στα κεράκια. «Ρε, σοκολάτα είναι» αναφώνησε πανηγυρικά, όσο το δάχτυλό του διέγραφε μια διαδρομή στην αφράτη σοκολάτα.
-«Για..., για...,» χώθηκε ο άλλος και του δάγκωσε το δάχτυλο με λαιμαργία.
-«Φύγε από πάνω μου, πανάθεμά σε. Εσύ θα μου κόψεις κομμάτι. Πού σε είχαμε κλεισμένο και κάνεις σαν τον λιμασμένο;» του είπε, και του 'ριξε μια χαστούκα που του 'φυγε το σκουφί.
Ένα αργό, θριαμβευτικό χειροκρότημα διέκοψε την όλη φάση μεταξύ τους.
-«Μπράβο, μπράβο, το διασκεδάσατε;» ακούστηκε μια τρίτη φωνή στον χώρο.
Κι οι δύο καλικάντζαροι γύρισαν με τρόμο κατά 'κει όπου ακούστηκε η φωνή.
-«Σου είπα πως θα τους ξυπνούσαμε, ηλίθιε» κλαψούρισε, ενώ κρύφτηκε πίσω από τον βαρύμαγκα.
-«Το διασκεδάσαμε, και πολύ μάλιστα! Υπάρχει κάνα πρόβλημα;» γκάριξε νευριασμένος ο πιο θαρρετός απ' τους δύο, ενώ τους είχε αρπάξει η ξανθιά απ' τις μπλούζες και τους έφερνε στο ύψος τού προσώπου της.
-«Ωραία, επειδή τώρα είναι η δική μου σειρά να διασκεδάσω» τους ειρωνεύτηκε πετώντας τους απ' το παράθυρο.
-«Μα τι φασαρία είναι αυτή, ρε Άννα; Ήμαρτον! Να μη μπορεί να κοιμηθεί άνθρωπος μέσα σ' αυτό το σπίτι;» βγήκε έξαλλη η Λυσίππη με τα μπικουτί απ' το δωμάτιο. «Και τι χάλι είναι αυτό; Κι η τούρτα μου; Μου... πήρες τούρτα;» μαλάκωσε κατευθείαν. «62, ε; Πολύ ωραίο το αστειάκι σου, τι να σου πω» συνέχισε έξαλλη.
-«Ώχου κι εσύ» της απάντησε η Άννα. «Πού να σου εξηγώ τώρα; Τράβα κοιμήσου. Α! Και πού είσαι; Χάλι birthday» συνέχισε γελώντας.
-«Ε, λοιπόν, μπορεί να κλείνω τα 62, αλλά εγώ νιώθω κοριτσάκι, 26 χρονώ» γέλασε επίσης η Λυσίππη κορδώνοντας περήφανα το κορμί της.
-«Χρόνια σου πολλά, βούρλο» της είπε αγκαλιάζοντάς την.
-«Ε, λοιπόν, τέτοιο surprise πάρτι κανείς δεν το 'χει ματαδεί, θα μου μείνει αξέχαστο. Σ' ευχαριστώ» έδωσε την απάντησή της, γελώντας ξανά, και τη σφράγισε μ' ένα φιλί ανταποδίδοντας την αγκαλιά. «Να σου πω, να φτιάχναμε ένα φασκόμηλο και να συμμαζεύαμε λιγάκι; Θα γίνουμε ρεζίλι των σκυλιώνε στους καλεσμένους μας» κοίταξε το χάος που επικρατούσε.
-«Τι χάλι birthday θα 'ναι μετά; Άσε που εγώ έπαθα μια υπερκόπωση και μόνο που τα κοιτάζω» είπε κρατώντας τη μέση της.
-«Δίκιο έχεις, πάμε να συνεχίσουμε τον ύπνο μας, να στρώσουμε επιδερμίδα» είπε η Λυσίππη κι αλληλοσπρώχτηκαν στα δωμάτιά τους.
Μπορείτε να κεραστείτε απ ό,τι έμεινε όρθιο! :P