Τι είναι φθινόπωρο λοιπόν; Οπώρων φθίσις; Φθίση φύσης; Χα!
Φθινοανθρώπορο θα΄ πρεπε να λέγεται. Γιατί φθίνουμε κι εμείς μαζί με τη μπάμια και τον αρακά. Χωρίς να θέλω να φανώ απολιτίκ ή ντιπ απολιτιστίκ σχετικά με την ανθρώπινη φθίση (κι όχι μόνο το φθινόπωρο) βγάζω από μέσα μου αυτό που σκέφτομαι διακαώς και εμμονικά από τον κυκλώνα Ζορμπά κι εν όψει του Ορέστη:
Το φθινόπωρο είναι μια πολύ κακιά εποχή. Με καταπιέζει. Με βγάζει από τα ρούχα μου (τα καλοκαιρινά). Με χειραγωγεί και με υποχρεώνει. Με φθίνει θρασύτατα. Και το με το στανιό δεν το μπορώ. Όσο μεθοδική είμαι στη δουλειά μου ή σε κάτι που γουστάρω τόσο ζαμανφού είμαι στα νοικοκυρικά. Πρέπει να φτιάξω τις ντουλάπες. Τριών αλλού γι΄αλλού αντρών και τη δική μου. Και τα παπούτσια. Και τα μαγιό και τα είδη θάλασσας. Και με πέντε γάτες κι έναν σκύλο που ξέρουν άριστα να μαδάνε αλλά να βάλουν μόνα τους ένα πιάτο φαϊ δεν μπορούν. Να περάσουν μια αμπούλα στη ράχη; Πλάκα κάνω. Ούτε κτηνίατρο μόνα τους δεν πάνε.
Πρέπει λέει να φτιάξω τις ντουλάπες. Π ρ έ π ε ι. Και τι θα πει πρέπει! Την εποχή της ανεξιθρησκείας, της ελευθερίας του λόγου, της δημοκρατίας, των ίσων ανθρωπίνων δικαιωμάτων! Αυτό το διαβολεμένο, το χωρίς κυρώσεις, π ρ έ π ε ι το εσωτερικό που έκανα τεράστια μ@λκ@ που γεννήθηκα μ΄αυτό. Το χρέος.
Κάπου στη διαδρομή όμως ξεφύτρωσε και μια ΑΝΑΒΟΛΗ νααα! ένα πράμα – δείχνοντας τον πήχυ - (σχωράτε με) που καπελώνει το χρέος σα να παίρνει αναβολικά. Κι εγώ στα βολικά. Μια χαρά βολεύει η αναβολή με τα αναβολικά της κι εγώ στο γραφείο μου βολικά.
Φθινοανθρώπορο θα΄ πρεπε να λέγεται. Γιατί φθίνουμε κι εμείς μαζί με τη μπάμια και τον αρακά. Χωρίς να θέλω να φανώ απολιτίκ ή ντιπ απολιτιστίκ σχετικά με την ανθρώπινη φθίση (κι όχι μόνο το φθινόπωρο) βγάζω από μέσα μου αυτό που σκέφτομαι διακαώς και εμμονικά από τον κυκλώνα Ζορμπά κι εν όψει του Ορέστη:
Το φθινόπωρο είναι μια πολύ κακιά εποχή. Με καταπιέζει. Με βγάζει από τα ρούχα μου (τα καλοκαιρινά). Με χειραγωγεί και με υποχρεώνει. Με φθίνει θρασύτατα. Και το με το στανιό δεν το μπορώ. Όσο μεθοδική είμαι στη δουλειά μου ή σε κάτι που γουστάρω τόσο ζαμανφού είμαι στα νοικοκυρικά. Πρέπει να φτιάξω τις ντουλάπες. Τριών αλλού γι΄αλλού αντρών και τη δική μου. Και τα παπούτσια. Και τα μαγιό και τα είδη θάλασσας. Και με πέντε γάτες κι έναν σκύλο που ξέρουν άριστα να μαδάνε αλλά να βάλουν μόνα τους ένα πιάτο φαϊ δεν μπορούν. Να περάσουν μια αμπούλα στη ράχη; Πλάκα κάνω. Ούτε κτηνίατρο μόνα τους δεν πάνε.
Πρέπει λέει να φτιάξω τις ντουλάπες. Π ρ έ π ε ι. Και τι θα πει πρέπει! Την εποχή της ανεξιθρησκείας, της ελευθερίας του λόγου, της δημοκρατίας, των ίσων ανθρωπίνων δικαιωμάτων! Αυτό το διαβολεμένο, το χωρίς κυρώσεις, π ρ έ π ε ι το εσωτερικό που έκανα τεράστια μ@λκ@ που γεννήθηκα μ΄αυτό. Το χρέος.
Κάπου στη διαδρομή όμως ξεφύτρωσε και μια ΑΝΑΒΟΛΗ νααα! ένα πράμα – δείχνοντας τον πήχυ - (σχωράτε με) που καπελώνει το χρέος σα να παίρνει αναβολικά. Κι εγώ στα βολικά. Μια χαρά βολεύει η αναβολή με τα αναβολικά της κι εγώ στο γραφείο μου βολικά.
Κι όταν θες να αναβάλλεις, σου ξεφυτρώνουν τσουπ! σα μανιτάρια οι δικαιολογίες – Κώστα πώς να μαγειρέψω; Όλη μέρα (μισή ώρα) μάζευα κάτι κιτρινοκροκί μανιτάρια απ΄το χώμα, τι να ΄κανα; Να τα φάνε τα σκυλογατά μας και να πάνε αδιάβαστα; Ε, μετά έχω και κοινωνικές υποχρεώσεις. Τόσα λάικ να πατήσω, να διαβάσω, να σχολιάσω, να διατηρώ το κοινωνικό ΜΑΣ προφίλ γκραν! Με γαλλικό αξάν. Οι ψυχολόγοι λένε ότι πρέπει να έχω χρόνο για τον εαυτό μου για να κρατώ ισορροπίες, δε θες Κώστα να ζεις με μια ζουρλή σε απλά λαϊκά. Γεννήθηκα έξυπνη. Το ξέρει και τσούκου τσούκου πάει ένα σούπερ μάρκετ.
Έξυπνη είπα; Χα! Ή μ ο υ ν έξυπνη. Με σταθμισμένα τεστ και αναγνωρισμένη κοινωνικά. Ένα κουνούπι τζιχαντιστής όμως διαλύει κάθε μου φήμη. Μου ρούφηξε κάθε αυτοπεποίθηση. Κάθε αυτοσεβασμό. Μου φοράει με τεράστια ηδονή την ταμπέλα της πανηλίθιας. Και για να επανέλθω σ΄αυτή την άθλια εποχή, πετούμενα εισέβαλαν μέσα να προφυλαχτούν από τις βροχές. Όλη η Άρτα και τα Γιάννενα μαζευτήκανε εδώ απ΄όλη την τοπική πανίδα. Κι ας έρθει ένας να μου πει μετά ότι δεν είναι η πιο χάλια εποχή.
Παίρνω μια παλιά μυγοσκοτώστρα αλλά στην πρώτη μύγα, βρήκε η φτηνιάρα να πολυμερίσει, να σπάσει και να μείνω με το χερούλι στο χέρι. Η μύγα όμως είναι εύκολη, εφημερίδα και καλά σαράντα. Έχω και 4, 5 μικρές καφέ πεταλούδες κι επειδή λένε ότι είναι οι ψυχές όσων αγάπησες κι έφυγαν - κι έχω τρεις στο μυαλό μου κι αν χτυπήσω τις σωστές και ζήσουνε οι εισβολείς; Τις αφήνω αυτές σε ασυλία. Άντε σιγά, σιγά ξεπαστρεύω και τα κουνούπια. Δεν χρησιμοποιώ και τοξικά τρομάρα μου. Αυτό το ένα όμως! Αυτό που με διέλυσε σαν άνθρωπο; Που με έσβησε από το χάρτη των επαρκώς νοήμονων όντων; Πώς να μη μου τη δίνει αυτή η εποχή! Πάει και πετάει στο ένα εκατοστό από την οθόνη του υπολογιστή μου, το μάτι μου γίνεται φλιπεράκι και τι να κάνω; Να το χτυπήσω χαϊδευτικά; Στην οθόνη; θα γελάσει και θα φύγει. Πιο δυνατά; Έ, δε θα μου κοστίζει ένα κ@λοκούνουπο νέα οθόνη 200e! Κι όταν καταλαβαίνει ότι αρχίζει να μου γυαλίζει το μάτι, μαζεύεται και πάει το πανούργο σε μια κόγχη. Της οθόνης. Του γραφείου. Ενός συρταριού. Κόγχη να΄ναι κι ό,τι να΄ναι αρκεί να μη μπορώ να το συνθλίψω με παλαμάκια. Εξολόθρευσης και χαράς παλαμάκια φυσικά. Με νίκησε. Τώρα καταλαβαίνω πώς ένιωθε ο ελέφαντας του Αισώπου. Νοητική συντριβή.
Κι εκεί που όλοι οι πάγκοι γεμίζουν καρύδια, κανονίζουν φθινοπωρινές πεζοπορίες ανά την Ελλάδα, γράφουνε στα μπλογκς ρομαντικά, φθινοπωρινά, αισιόδοξα, ερωτιάρικα, μελαγχολικά κι αινιγματώδη αριστουργήματα ως της πρέπει της εποχής, εγώ έχω να τσουγκρανίσω μπροστά από την πόρτα της κουζίνας τους 7 λόφους της Ρώμης από τα φύλλα που ρίχνει η 15μετρή μου καρυδιά. Άσε τα καρύδια της. Σκύψε, πιάσε, σπάσε, καθάρισε. Ένα ένα. Σπιτικό καρύδι βλέπεις. Την ώρα και τη στιγμή που θα τσουγκρανίσω και κανά ψόφιο ποντίκι όμως κάτω απ΄αυτά θα σώσει και το καντήλι μου. Μα το θεό των τρωκτικών και η φιλοζωία έχει ένα όριο πια!
Αναβάλλω κι εγώ κι αυτοβάλλομαι. Είπαμε, το «πρέπει» και το «χρέος» φθίνουνε σιγά σιγά. Αναβάλλω κι αυτοβάλλομαι γιατί ο μικρός στη ντουλάπα του έχει ακόμη σορτς κι εγώ στη δική μου σαγιονάρες. Είναι θέμα τόσο στυλιστικό όσο και πρακτικό. Και ζορίζει το κρύο. Και μπουφάν πάνω από φορεματάκι της θάλασσας δε λέει, μα τη φάσιον πολίς! Και χάνουν σε ισχύ και οι δικαιολογίες εις ετέρους και εις εαυτόν.
Το μόνο που σώζει την εποχή είναι που μαζί της ξαναβρίσκω την εσωτερικότητά μου. Και αισοδοξία ίσως. Οι Καρκίνοι αγαπάμε τη ζέστη. Πάπλωμα χάρισε και την ψυχή μας πάρε. Δημιουργούμε χουχουλιασμένοι, λέμε! Ραχάτ αραχτάρ στο ριχτάρ, σαν γάτα στα αραβικά. Μπορεί να φτάνω και να το αγαπώ κιόλας για όσα προαναγγέλει. Γιατί με σοφία προφυλάσσει τα λουλούδια μου. Γιατί είναι αλλόκοτο. Γιατί με διχάζει. Κοντομάνικο με ζακετούλα μαζί. Με κάνει και γελάω η παμπόνηρη που ξεγελάει τα μπουμπούκια και μου στέλνει με τον κούριερ κυκλώνα αυτό το δολιοκούνουπο, τον Δάσκαλό μου!
Η συμμετοχή μου στις Ιστορίες του φθινοπώρου,
που διοργανώνει η Μαρία Νικολάου στο Κείμενο.