«Εφιάλτης» (1781)
Henry Fuseli
Το ημίφως που ξεχύνεται από μια μισογερμένη πόρτα τού τραβά την προσοχή, και κατευθύνεται προς εκείνη με αργά, βουτηγμένα στη σιωπή, βήματα. Το ύψος του χαμηλό, δεν του επιτρέπει νσ φτάσει το πόμολο της πόρτας. Ακουμπά τη παλάμη του στη πόρτα και την ωθεί προς την αντίθετη πλευρά.
Η πόρτα έκανε στην άκρη κι άφησε να φανεί το κρεβάτι με εκείνη ξαπλωμένη, παραδομένη στον ύπνο.
Κάνει μερικά βήματα προς το δωμάτιο και στέκει να την παρατηρήσει. Ξαπλωμένη στο πλάι, με ένα γαλήνιο πρόσωπο που δεν ρυτιδώνει καμιά άσχημη εικόνα τα χαρακτηριστικά του, κανένα αγωνιώδες όνειρο.
Τα βήματά του τον οδηγούν εντελώς μες στον χώρο τού δωματίου, στο χείλος τού κρεβατιού της - ακόμη κι αυτό το ελάχιστο ημίφως, που υπήρχε μέχρι τώρα, αφήνει την τελευταία του πνοή στην παρουσία του κι όλα παραδίνονται στο σκοτάδι.
Μπαίνει κάτω απ’ τα σκεπάσματα, μαζί της, και το κορμί του ψάχνει το δικό της. Κολλάει πάνω της και τα χέρια του την αγκαλιάζουν. Μυρίζει τα μαλλιά της, αφήνοντας ένα αργό κι ανεπαίσθητο φιλί στον λαιμό της.
Το κορμί της σ’ αυτή του την αφή ξυπνάει ευχάριστα - χαμογελάει. Αυθόρμητα δίνει ώθηση στο κορμί της να γυρίσει προς το μέρος του, αλλά τη σταματάει η πιο ωραία, αρρενωπή φωνή που είχε ακούσει ποτέ της, ψιθυρίζοντάς της «δεν θα κοιτάς σήμερα». Υπακούει μηχανικά στη προσταγή του, με το σώμα της να παγώνει λίγο πριν γυρίσει ολοκληρωτικά προς το μέρος του. Βουλιάζει ακόμα στην εκμαυλιστική χροιά τής φωνής του, ενώ τα χέρια του τη σπρώχνουν και την κάνουν να γυρίσει στην αρχική της θέση.
Όλο της το κορμί, πιθαμή προς πιθαμή, αρχίζει να κατακλύζεται από πόθο.
Κλείνει με το χέρι της το δικό του και κουρνιάζει υπάκουα, με την πλάτη της προς εκείνον. Όπως το θέλησε εκείνος.
Νιώθει την καυτή του ανάσα στον λαιμό της και τα χείλη του ίσα να την ακουμπούν, έτοιμα να πολιορκήσουν τη σάρκα της. Το χέρι του βρίσκεται κάτω απ’ την μπλούζα της, κρατώντας τη κοιλιά της, ενώ τα χείλη του αφήνουν χνάρια μικρών κι ερωτικών φιλιών πάνω της, κι αφήνει το χέρι του να συρθεί αργά προς τα πάνω μέχρι να κλείσει στην παλάμη του το στήθος της. Το κορμί της ριγά στο άγγιγμά του, κάτι που νιώθει εκείνος και τον παρακινεί να συνεχίσει να χαϊδεύει και να πιέζει αργά το στήθος της μες στην παλάμη του.
Βγάζει το χέρι του απ’ τη μπλούζα της και το κατευθύνει στο πρόσωπό της, μαρκάροντας με τον αντίχειρα τα μισάνοιχτα χείλη της και βυθίζοντας το δάχτυλό του στο στόμα της. Τα χείλη της κλείνουν το δάχτυλό του, ενώ η γλώσσα της χαϊδεύει απαλά το δάχτυλό του. Με το χέρι της κρατάει το δικό του και το βυθίζει στο στόμα της, το βγάζει και το βυθίζει αργά και πάλι. Εκείνος τραβάει απαλά το χέρι του και το οδηγεί πάλι κάτω απ’ τη μπλούζα της. Έχουν σειρά οι σκληρές της ρώγες, που θέλει να της παιδέψει με το υγρό του δάχτυλο. Το περνάει απαλά από πάνω τους και νιώθει τη σκληράδα τους. Τις πιέζει, τις χαϊδεύει, τις τρίβει. Είναι δικές του!
Της βγάζει τη μπλούζα. Θέλει να την έχει στην αγκαλιά του ημίγυμνη.
Εκείνη γέρνει προς το μέρος του και περνάει το ένα της πόδι πάνω απ’ τα δικά του .
Εκείνος πιάνει το σήμα και χαμογελάει.
Τώρα που έχει τα δυο του χέρια ελεύθερα γύρω της, έτσι όπως έχει γυρίσει, μπορεί ν’ απασχολήσει και τα δυο του χέρια με το κορμί της. Τα χέρια του δεν σταματούν να τρυγούν το κορμί της. Πότε τ’ ανεβοκατεβάζει πάνω της, πότε τα στήθια της κυριεύονται απ’ τα αποφασιστικά του χέρια ταυτοχρόνως.
Εκείνη νιώθει την φλόγα τής ηδονής να κατακτάει ολοένα το κορμί της.
Βάζει τα χέρια της πάνω απ’ τα δικά του. Με το χέρι της οδηγεί το χέρι του στην πηγή τού έρωτά της για εκείνον. Του οδηγεί απαλά κι αποφασιστικά το χέρι, κι εκείνος καταλαβαίνει πως δεν φοράει εσώρουχο από μέσα. Είναι τόσο απαλή στη τριβή και νιώθει κάθε της πτυχή. Το ρούχο της μουσκεύει με το επίμονο τρίψιμό του.
Βάζει το χέρι του από μέσα και μ’ ένα δάχτυλο αφήνεται να περιπλανηθεί στην υγρή της περιοχή, από πάνω μέχρι κάτω. Το δάχτυλό του νιώθει τη ζεστασιά και τα υγρά της και δεν βρίσκει δυσκολία στη μετακίνησή του. Το δάχτυλό του μένει αποφασιστικά στο πιο ευαίσθητο σημείο τού κορμιού της – δεν έχει σκοπό να εξερευνήσει τα βάθη της ακόμα. Με το ένα του χέρι τη κρατά σφιχτά επάνω του και με το άλλο αργά και μεθοδικά την οδηγεί σε ασυγκράτητα ύψη. Τα δάχτυλά του έμπειρα, ξέρουν πώς να τη φτάσουν και δεν αργεί να νιώσει πάνω του τις συσπάσεις του κορμιού της και ν’ ακούσει τις κοφτές τις ανάσες να διακόπτονται για λίγο και να επανέρχονται ξανά με την ίδια γρηγοράδα. Τα δάχτυλά του συνεχίζουν να τρίβουν απαλά και σταματούν, κλείνοντας με τη παλάμη του την υγρή της κοιλάδα, κρατώντας την αγκαλιά μέχρι να συνέλθει.
Έγλειψε τα δάχτυλά του και τα ρούφηξε στο στόμα της.
Τ’ ακροδάχτυλά του περιπλανήθηκαν στη ραχοκοκαλιά της, την πλάτη της κι έφτασαν χαμηλά στη μέση της. Τράβηξε το παντελόνι της πιο χαμηλά, ίσα ν’ αποκαλυφθούν οι δύο μεγαλύτεροι λόφοι του κορμιού της.
Τα χέρια του τη χούφτωσαν και τη πίεσαν πάνω στο σημείο που φούντωνε ο πόθος του για εκείνη. Τον ένιωθε να φουσκώνει, έτοιμος και σκληρός για κείνη.
Της χουφτώνει τα οπίσθια ανοίγοντας και κλείνοντάς τα ξανά και ξανά, κάνοντας τις εισόδους της ν’ ανοιγοκλείνουν. Την ερέθιζε αυτό, κι εκείνος το ήξερε.
Με τα δάχτυλά του χάιδεψε τα χείλη της και τ’ άνοιξε.
Αυτή τη φορά ήθελε να εξερευνήσει τα βάθη της.
Την γύρισε μπρούμυτα ρίχνοντας όλο του το βάρος πάνω της,
Δεν πρόλαβε να μπει μέσα της και με χαύνα φωνή τον πρόσταξε «πιο γρήγορα». Σε απάντησή της, έκλεισε τα χέρια της στη γροθιά του, πάνω απ' το κεφάλι της, και βγήκε από μέσα της. Έμπαινε κι έβγαινε με αργό ρυθμό, μη αφήνοντάς της διαφορετική επιλογή. Μερικές ωθήσεις ακόμα, και τότε έμπαινε μέσα της πιο γρήγορα, πιο βίαια μέχρι να δώσει τη τελευταία, λυτρωτική ώθηση για εκείνον.
Ανοίγει τα πόδια της και βλέπεις την είσοδό της ανοιχτή, να στάζει υγρά.
Αυτή δεν είχε τελειώσει ακόμα, ήταν σε έξαψη.
Πριν προλάβει να ζητήσει και τη δική της ανακούφιση, ήχοι μπερδεύτηκαν με την ηδονή της. Διαπεραστικός, επίμονος ήχος.
Γυρίζει μηχανικά ανάσκελα κι αντικρίζει το πιο άσχημο, αποκρουστικό πρόσωπο με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, ενώ δευτερόλεπτα αργότερα καταλαβαίνει πως ο ήχος είναι απ' το ξυπνητήρι της.
Ανοίγει τα μάτια της, αποτινάσσοντας και τα τελευταία ψήγματα ύπνου, και συνειδητοποιεί πως όλα ήταν ένα όνειρο.
Ξυπνάει απ' το όνειρο - είναι ξυπνητή κι ερεθισμένη!
❈❈❈❈❈❈❈❈❈❈
Ο συγκεκριμένος πίνακας φιλοτεχνήθηκε το 1781, με την ύπαρξη υπαινιγμών περί ηδονοβλεψίας, κτηνοβασίας, βιασμού ή/και φόνου και τις ερμηνείες γύρω του να 'ναι πολλές.
Ο πίνακας ονομάστηκε «nightmare», συμβολίζοντας τον εφιαλτικό ύπνο ενώ έχει κι ερωτικά στοιχεία, με το δεύτερο συνθετικό να προέρχεται από τη σκανδιναβική λέξη «mara», που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το πνεύμα που βασάνιζε τους ανθρώπους στον ύπνο τους. Σύμφωνα με τους γερμανικούς μύθους, το άλογο κι ο δαίμονας κυριεύουν τους ανθρώπους που κοιμούνται μόνοι.
Ο Henry Fuseli συνήθιζε να καταγγέλλει τον καταναλωτισμό και τη γυναικεία ηθική κατάπτωση, τοποθετώντας τις γυναίκες στον ρόλο τής πόρνης και της υστερικής. Ωστόσο, ο ίδιος υποστήριζε πως αυτή του η κίνηση είχε μονάχα ως στόχο την βελτίωση της ύπαρξης.
Η επικρατέστερη θεωρία θέλει την κοιμισμένη γυναίκα να 'ναι η ερωμένη του, η οποία παντρεύτηκε, τελικά, κάποιον άλλο, επειδή ο πατέρας της δεν ενέκρινε τον Henry Fuseli - κι ο δαίμονας είναι ο ίδιος, ο Fuseli, που την επισκέφτηκε στον ύπνο της.
Το έργο εντυπωσίασε τόσο που ο ζωγράφος έφτιαξε τουλάχιστον τρεις εκδοχές του, ενώ επηρέασε και πολλούς λογοτέχνες.