Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι. Η Ανθούλα. Δεν ήταν πολύ
μεγάλη, ίσα που είχε ξεκινήσει να πηγαίνει σχολείο, με κάτι μέρες
καθυστέρηση.
Ακόμα θυμάται την πρώτη της μέρα εκεί. Καινούριος
χώρος, καινούρια παιδιά. Στα παιδικά της μάτια φαινόταν βουνό, κι είχε
μια συστολή μέσα της. Παρόλα αυτά δεν το έβαλε κάτω. Πήγαινε με όλη της
την καλή διάθεση. Πρόσεχε τους δασκάλους της, μιλούσε με τα υπόλοιπα
παιδιά. Καίτοι δεν είχε αναπτύξει ακόμα φιλίες. Ήταν στο στάδιο "Γεια.
Όλα καλά;".
Οι μέρες περνούσαν. Είχε χτυπήσει για διάλειμμα κι
όλα τα παιδιά ξεχύνονταν στην αυλή, για να παίξουν κυνηγητό, μήλα,
τρίλιζα και άλλα παιχνίδια. Έτσι όπως άνοιγαν την πόρτα και κατέβαιναν
ξεφωνίζοντας όλο χαρά, θα μπορούσε να τα παρομοιάσει κανείς με τις
πεταλούδες, που ξεχύνονται αμέσως έξω, απ' το βάζο που τις έχεις
κλεισμένες, και θαρρείς πως με το πέταγμά τους, το τόσο γρήγορο,
ντελικάτο και γεμάτο δυναμισμό, σου φωνάζουν πως είναι φτιαγμένες για
έξω. Για την λευτεριά. Έτσι ήταν και η "φυγή" των παιδιών απ' τις
τάξεις. Σαν της πεταλούδας. "Αφήστε μας να παίξουμε, μην μας τυραννάτε
με αυτά τα βαρετά κι ακαταλαβίστικα".
Η αυλή ήταν γεμάτη από
παρέες και πηγαδάκια. Άλλες μεγάλες, άλλες μικρότερες... αποτελούμενες
από πέντε, ή και δυο-τριών ατόμων.
Η Ανθούλα κοντοστάθηκε σε μια
ακρούλα και κοιτούσε τα υπόλοιπα παιδιά που έπαιζαν, κελαηδώντας σαν
καρδερίνες, γεμάτα γέλιο και χαρά.
"Θες να παίξεις μαζί μας;"
ακούστηκε μια διστακτική φωνούλα. Κι ήταν η φωνή της Ζαχαρούλας, που
προέτρεπε την Ανθούλα να ενταχθεί στην μικρή παρέα της.
"Αμέ" της
ανταπάντησε η Ανθούλα, αγνοώντας πως αυτή η καταφατική της απάντηση, θα
ήταν η απαρχή μιας φιλίας. Μιας αγνής και δυνατής φιλίας, που δεν θα
γνώριζε στεγανά και δεν θα μπορούσε να "χαλιναγωγηθεί" από όρια.
Γιατί
μέρα με τη μέρα γνωρίζονταν καλύτερα, και δενόντουσαν, γελώντας,
εξομολογώντας, μοιράζοντας και συνειδητοποιώντας τα κοινά τους σημεία.
Φορούσαν το ίδιο άρωμα στην ψυχή. Και ταιριάζανε.
Δυο φίλες
που ήταν πάντα εκεί η μία για την άλλη, με μιαν ανοιχτή αγκαλιά.
Αγαπώντας, προσέχοντας, φροντίζοντας, νοιάζοντας και με μιαν ασπίδα η
μία για την άλλη, να μην την πετύχει το βέλος κανενός και πληγωθεί.
Για την Φίλη, που με ενέπνευσε, να της γράψω αυτή την ιστοριούλα.
Επίσης, για το "σχολείο" του διαδικτύου, που στην αυλή
του βρίσκεις χώρο κι έχεις την αίσθηση του ανήκειν.