Την ξεσκόνισα και τη βίδωσα με τρυφερότητα στον τοίχο. Είχε
σπάσει πέρσι από ένα χαρούμενο σάλτο του γάτου μου που τη θεώρησε –ψευδώς - αληθινή και σωριαστήκανε, καθόλου από χαρά,
αλλά παρέα. Εύκολη η επισκευή της όψης με λίγο γύψο στη γωνία και της υπόληψής της με μια κουβεντούλα με το γάτο ιδιαιτέρως:
- δεν έχεις τίποτα να ζηλέψεις, του είπα. Oλόφωτη, μαγική αλλά από plexiglass. Αναλώσιμη. Φθαρτή. Θα μου πεις κι εμείς φθαρτοί είμαστε. Ναι. Σκέψου όμως την παροδικότητά της. Μια χριστουγεννιάτικη σελήνη είναι μόνο.
- δεν έχεις τίποτα να ζηλέψεις, του είπα. Oλόφωτη, μαγική αλλά από plexiglass. Αναλώσιμη. Φθαρτή. Θα μου πεις κι εμείς φθαρτοί είμαστε. Ναι. Σκέψου όμως την παροδικότητά της. Μια χριστουγεννιάτικη σελήνη είναι μόνο.
… η σελήνη μου χλώμιαζε κάθε μέρα
που πλησίαζε για να παροπλιστεί και πάλι στο πατάρι. Θύμωνε, γι΄αυτό τα βράδια φώτιζε ό,τι άσχημο αθωωνόταν στον ήλιο. Τελευταία τα έβαλε με τη
γέρικη λεύκα του πεζοδρομίου. Αντί να φωτίζει τον εαυτό της περήφανα για το ρόλο της, έριχνε
μνησίκακα το φως , προβολέα πάνω της για
να της τονίζει πόσο αγνοημένα ζει χωρίς
μυρωδιά γιορτών στα κλαδιά της. Στην ουσία ήταν η μόνη της παρέα η λεύκα. Στο πεζοδρόμιο
αυτή, στη βεράντα η χριστουγεννιάτικη σελήνη, δυο μέτρα κοντά, δυο μέτρα μακριά,
αλλά αυτό δε σήμαινε πάντα αγάπη. Αντιθέτως τη νύχτα αθέατη από μάτια, φωτισμένα τόνιζε τη μοναξιά της.
… η λεύκα πνιγόταν από καιρό. Πόσο;
Σε φυλλοπτώσεις μετρούσε. Kάμποσες. Ήξερε όμως πως στο λάκο που τη φύτεψαν κάποτε, δε χωρούσε πια. Στην αρχή διαμαρτυρόταν πόντο τον πόντο. Γιγάντωνε τις ρίζες της και
φούσκωνε τις πλάκες του πεζοδρομίου. Με τα χρόνια έφτασε να τις σηκώσει τόσο, που, ενώ στην
αρχή φαίνονταν καμπυλωτές σαν κακοτεχνία
μεθύστακα εργολάβου, τώρα έχασκαν σπασμένες κι επικίνδυνες για κάθε πεζό τη νύχτα. Όταν το
πήρε απόφαση πως κανείς δεν καταλάβαινε
την ασφυξία της στο τσιμέντο, έριξε με τις ρίζες της τη μάντρα. Μπορεί και να
τις προόριζε για πόδια σε άτακτο κάποτε τρεχαλητό.
Μπορεί και
να αποστατούσε.
Ποιος ξέρει; Σίγουρα πάντως ήταν η λεύκα που βιαζόταν. Ή μάλλον
η λεύκα που βιαζόταν γιατί β ι α ζόταν.
… Δεν σήκωνε αναβολή. Με την πρωινή κούπα καφέ στο χέρι βλέπω από τη βεράντα πως το πεζοδρόμιο χάσκει τα χώματα και τις πέτρες του σαν ανοιχτός θώρακας στο χειρουργείο. Πόσα ζευγαράκια κούρνιασε στα κρυφά τα βράδια με τα φτερουγίσια , κλωσομάνας κλαδιά της, αναπολώ. Δυο αρχικά με σουγιά σκαλισμένα στον κορμό, άραγε αυτός ο έρωτας ακόμη ζει; Πόσες γόπες πετάχτηκαν από δωδεκάχρονα ζούδια στα μουλωχτά.... Και με πόσους ανυπόφορους ήλιους τα΄βαλε, ασπίδα για μένα. Θα φταίω που μια καλή κουβέντα δεν της είπα ποτέ.
- Όλα γερνάνε μπαμπά. Έδωσες,
γέρασες, έφυγες. Τώρα η λεύκα σου. Κάπου μετά κι εγώ. Μόνο ο τρόπος κι ο χρόνος
αλλάζουν.
–Ναι; Τεχνική υπηρεσία του Δήμου; - Μπορείτε να κόψετε ένα δέντρο στο πεζοδρόμιό μου που είναι επικίνδυνο για τους
πεζούς; …Ναι, μάλιστα, οι ρίζες βγήκαν μισό μέτρο από την επιφάνεια και έσπασαν
οι πλάκες…
Κανονίζω τις διατυπώσεις με ένα κόμπο στο λαιμό.
… Τα μετεωρολογικά δελτία από μέρες προειδοποιούσαν για ακραία καιρικά φαινόμενα. Η φωνή του παρουσιαστή και
τα χαμηλά βαρομετρικά δε με έπεισαν να πάρω τα μέτρα μου. Και η σελήνη που ήταν
από led,
αυτή που φύλαγα χρόνια στο κουτί της για να μου θυμίζει γιορτές και υποχρεωτικές χαρές, κρεμάστηκε ανάποδα
το βράδυ από μαινόμενο αέρα, δείχνοντας τη σιδερένια της, με γυμνά καλώδια,
κοιλιά. Τα λεντάκια είχαν σπάσει. Η αλήθεια, της φανερώθηκε σε μια ριπή και ένα τσαφ. Ένα φθαρτό, αναλώσιμο στολίδι ήταν μόνο.
Ψευδής πεμπτουσία.