Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

ΠΙΣΩ ΞΑΝΑ ΛΟΙΠΟΝ


Σχετική εικόνα


     Οκ παιδιά, πάμε για ένα δυνατό
come back. Ή reset, ή refresh ή και backup, ξέρω γω;  Θα δείξει.
Πίσω ξανά λοιπόν.
     Ναι, αλλά πόσο πίσω ;


     Σε μια επαναφορά εαυτού πχ σε πρότερα, καλύτερα χρόνια;
     Σε φάση που δεν ήταν ανάδρομος ο Ερμής (;;) – πότε ήταν να δεις, πότε ήταν, πότε ήταν …   👀
     Που είχαμε πιεί κι ένα κρασί και που τελειώσαμε το βράδυ μετά από το δεκαετίας ιεροτελεστικό σεξ (ξέρω τι θες, ξέρεις τι θέλω) με ροχαλητά ο καθένας μας 32db και βάλε; 

     Τότε που με παίζανε σερνικά, ανέβαινα κάτι πήχεις και ξαναγυρνούσα σπίτι ασφαλής – ανασφαλής;
Στα τριάντα, στα σαράντα μου να πάω πίσω;
 Όοοχι φίλε μου, δε θα πάρω. Οπισθοδρομή και κολλήματα με το παρελθόν και αχ τι ωραία που ήταν η ζωή στα ξένα, ξέχνα τα.

- Κάτσε να χτυπήσω τώρα κι ένα μαρεγκάκι, φόρτωσα. Ε, και; Και που πρόσεχα τα δόντια μου και που τα έπλενα πάντα και μετά από ζάχαρη ειδικά μετά μανίας ( ναι, σωστά ,
sugarholic ) δυο χιλιάρικα δεν έσκασα φέτος στον οδοντίατρο;
Άστο να πα στο διάλο, όσο και να προσέχεις πάντα από κάπου θα σου΄ρθει.
(αριστάκι μου, το γύρισα στη μουσταλευριά, σπιτική με καρυδάκι, τρώω δύο από δαύτες το βράδυ που βλέπω μια τα σπάει σειρά και σε παρακαλώ παραστράτησα για  δέκα μαρεγκάκια, μη με κόψεις από φίλη, σε παρακαλώ!)
Όχι, δεν κάνουμε πίσω. Ούτε  παρελθοντολογίες, ούτε νεκρολογίες.
Η γριά νιά δε γίνεται. ( Παροιμία αυτό, ξεκαθαρισμένο, για οποιονδήποτε προσπαθήσει να υπολογίσει την ηλικία μου. Ανυποχώρητα. )

⇒ Εντάξει 54ων. ⇐

Πίσω πού λοιπόν;
Πίσω στο μπροστά ρε! Πίσω στο μπροστά!

     Επειδή όμως κανένα μπροστά δεν πάει πίσω χωρίς μια έστω σύνδεση με το πίσω του θα κάνω την αναδρομή μου με την περσινή καρυδιά. Η πρώτη μου ανάρτηση μετά από την
holidayαναγκαία διακοπή στο on the up and up blogάκι μας με μία ακατάσχετη γκρίνια για ένα δαιμόνιο κωλοκούνουπο που είχε τη διαστροφή να συχνάζει κοντά μου σαν σκυλί απροσκάλεστο και την ευφυία να αράζει πάνω στις κόγχες, όπου βέβαια όσες φορές έκανε το χέρι μου το λάθος  να το παλαμιάσει χραπ! η παλάμη έπαιρνε το σχήμα της κόγχης και το μπιπ-κούνουπο κόλλαγε αυθάδικα στην οθόνη κρυστάλλων κι έπαιρνε παράτα ζωής γιατί δεν μπορεί ένα κουνούπι να στοιχίσει 200 κάτι €!
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, που είχα απορρίψει την ιδέα του
aroxol πάνω στο καρυδένιο μου μασίφ γραφείο, μήπως να το ψέκαζα με overlay που και τα έπιπλα γυαλίζει και κουνούπια ίσως καθαρίζει;
Δεν έχει σημασία όμως γιατί φέτος το κουνούπι το άφησα στο κάτω σπίτι. Και μετακόμισα στο πάνω σπίτι. Και εξοπλίστηκα με τη ρακέτα επαναφορτιζόμενης μπαταρίας από το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας, βρήκα και πού συχνάζουν και τα τσιτσιρίζω με υπέρμετρη ηδονή. Φιλόζωη είμαι αλλά με κανένα έμβιο που μου πίνει το αίμα. Ανθρώπινο και μη. Ακόμη και οι καρκίνοι που και το λαιμό να τους πατάς μέχρι να αλλαξοπιστήσουν, ναι, έχουν κι αυτοί μια κόκκινη γραμμή. Είναι να μην τους γυαλίσει το μάτι.
     Και η καρυδιά, σωστά, η καρυδιά. Που άρχιζε τέτοια εποχή να ρίχνει τα φύλλα όχι τακτικά σε λοφάκια έστω, μα άναρχα και διάσπαρτα ώστε να κάνω χιλιάδες τσουγκρανιές κι εκατοντάδες επικύψεις λες και έπαιρνε η ρημάδα
online εντολή από το φυσιοθεραπευτή. Και που τα έριχνε λίγα λίγα αλλά μια πέντε ορόφων καρυδιά όσο λίγα λίγα φύλλα και να ρίξει από τον Οκτώβρη μέχρι το Φλεβάρη είναι μια πολύ κάπως γυναικεία δουλειά.
Τότε με αυτή τη χαζοαυτοσαρκαστική ανάρτηση δώδεκα μήνες πριν πήρα πρώτη μου φορά σχόλιο και από έναν κομήτη, άγνωστο στα γνωστά μου πλανητάρια ονόματι Διονύση.  Έναν άνθρωπο πηλοπλάστη του λόγου, ένα ταχυδακτυλουργό του λόγου, έναν Μότσαρτ, έναν
Bαν Γκογκ του λόγου, έναν Ίρβιν Γιάλομ με πολύ Αρκά μέσα του, έναν φεγγαροδιαβάτη, έναν γλύπτη του λόγου που έρεε στις φυσικές του κοίτες, χωρίς βία, απαλά σαν χάδι στο μάγουλο – έλεγε -  γιατί πολύ απλά όπως στην πορεία τον γνώριζα συνεχώς, έβρισκε, τοποθετούσε λέξεις, φράσεις, εικόνες, συναισθήματα, προβληματισμούς, σκέψεις, πτυχές, λεπτομέρειες σε ένα συναισθηματικό κρεσέντο με την ευκολία μάγου που τραβάει τη μπέρτα και αποκαλύπτει το θαύμα. Τον άνθρωπο που μέσα από οτιδήποτε έλεγε, όλοι μας κάπου βρίσκαμε τον εαυτό μας μέσα μας, τη γωνιά και την πτυχή μας. Λεξιπλάστης ιδεών που γαλήνευε καλύτερα κι από γιόγκα, από κλασική μουσική πριν το σπα-μασάζ κι από drugs (φαντάζομαι γιατί δεν παίρνω, δε γνωρίζω αλλά νομίζω), μας ανέβαζε τον καθένα μας ξεχωριστά σε ένα βάθρο αξιοσύνης θαυμαστά αληθινή ( και από τους δικούς μας ξεχασμένη) τόσο που απορούσαμε από ποια λέξη μας ακτινολόγησε αυτό το υποσυνείδητο κύτταρο που κρύβαμε έντεχνα κάτω από το χαλί. Μας αξίωνε ο Διονύσης, πάντα με κάτι γλυκόλογο, κατευναστικό, χιουμοριστικό, ευφάνταστο, ξαφνιαστικό, με ένα στίχο, εκεί που παιδευόμασταν όλοι να βρούμε τη σωστότερη από πέντε συνώνυμες, λέξη, σου πέταγε ένα Ρίτσο, έναν Ελύτη, ένα γαλλικό τραγούδι, μια ταινία ισπανική, ένα απόσπασμα, ένα στίχο που ζωντάνευε ένα ατροφικό νεύρο. Δε θα αποδώσω  περισσότερα εύσημα  στο Διονύση. Ξέρω γω; Μήπως και φανώ ερωτευμένη (με το μυαλό του); Με το μυαλό του μπορεί. Γιατί ήταν ο εγκέφαλος που συσσώρευσε όση λογοτεχνική σοφία χωρούσε με τόση ενσυναίσθηση και τέτοια ικανότητα έκφρασης του σωστού σχολίου, στη σωστή στιγμή, στο σωστό νευρώνα που αν επέλεγε να διακριθεί στις κοινωνικές επιστήμες θα ήταν famous. Και με βαριά βιβλιογραφία. Αλλά δεν ήταν επιλογή του να ήταν famous κι έτσι παρέμεινε ο Διονύσης κι όχι μεταλλαγμένος δόξης.
Ευτυχώς.
     Παραμένοντας μουλαρίσια στο είναι και στο ηθικό του Εγώ κατάφερε να μας κάνει να μακιγιάρουμε ένα τακ παραπάνω το λόγο μας, να ψάχνουμε για κάτι έξυπνο να σταθούμε επάξια στην προσοχή του, φορούσαμε σταράκια να τρέξουμε το γραπτό αντί γόβα και σκαρπίνι, ευφυούσαμε ένα κάτι τις παραπάνω. Ας το παραδεχτούμε, περιμέναμε οι περισσότεροι το σχόλιο του Διονύση για να μας τοποθετήσει την ανάρτησή μας στο πλατύσκαλο και να μας ακουμπήσει στο χαλάκι της εξώπορτας ένα σαν φτερό αθόρυβο μπράβο που κανείς δεν έχει τo δικό του εγκεφαλικό τρόπο να αφήσει.
     Υποκειμενικό αυτό και δεκταί αι ενστάσεις. Αλλά στη δική μου βαθμολογική κλίμακα αν ο Καζαντζάκης παίρνει 10, ο Αναγνωστάκης παίρνει 9,5, αυτό το ανθρώπινο βόρειο σέλας που φώτισε τη μπλογκογειτονιά μας και χάθηκε στην ώρα του ως συνεπής και με αυτοσεβασμό κομήτης παίρνει καθαρό εννιάρι.
- στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι χωρίς Διονύση –

     ... και ψιλοπέσαμε και ψιλοβαλτώσαμε λίγο και σα να σπάσαμε και σα να τα χάσαμε κι ας λέτε ότι το καλοκαίρι πάντα σπάει η κίνηση, όλοι στο προσωπικό μας στόρι σπάμε κι όχι πάντα εποχιακά, εσωτερικά σπάμε, κάποιοι τυχεροί έχουμε
logo και βολευόμαστε με το στραβοκολλημένο ομοίωμα, άλλοι δεν έχουμε καν πια λόγο για οτιδήποτε και περιμένουμε το κίνητρο. Το τσακ. Αλλά να πω τι καταλαβαίνω; Ό,τι γράφουμε, όσοι από μας γράφουμε, καίει τα ψυχοξερόχορτα. (Καλό). Με τον καιρό δεν απομένουν και πολλά ψυχοξερόχορτα να κάψει. Χώμα και φωτιά νερό δε γίνονται. ( Κακό ). Και κάπως έτσι όλο και αδειάζει η λίστα, όλο και σιωπούν τα λόγια.
     Δώδεκα μήνες μετά έχει αλλάξει η σχέση μου με την καρυδιά.
 (Τη μισώ και τη λατρεύω μαζί. Με παιδεύει 5 μήνες το χρόνο για να μου χαρίσει ένα δροσερό σαν ζαφείρι σκέπαστρο από τον ήλιο τους υπόλοιπους 7 και να με κάνει να ξεχάσω πως πίσω από τα κλαδιά της κρύβει τη μοναδική  διπλανή πενταόροφη πολυκατοικία στην περιοχή και για την ψευδαίσθηση της φύσης που μου χαρίζει την ευγνωμονώ. Την ευχαριστώ.
Και γιατί όταν αγόρασε το οικόπεδο ο πατέρας μου, φύτρωσε μόνη της αυθάδικα από ένα τυχαίο καρύδι, δεν την περάσαμε για αγριόχορτο ευτυχώς και γιατί από τα γεννοφάσκια της είχε οργιώδη ανάπτυξη και στο προσωπικό της στοίχημα ξεπέρασε και τον εαυτό της. Σταμάτησε να ψηλώνει όταν έφτασε 
στην ταράτσα του 5ου.
(-ας πάω να τσιμπήσω ακόμη ένα κεφτέ- )

     Βλακείες λέω. Την ξεφορτώθηκα γι αυτό  και αρχίζω να την ψιλοεκτιμώ. Ας ρίχνει τα φύλλα της τώρα στην πόρτα μπροστά κι όπου αλλού παρασυρθεί αφού από πέρσι μέχρι φέτος το κάτω σπίτι στεγάζει το γιο μου με την κοπέλα του. Ευτυχώς φιλότιμα παιδιά, μαζί με το σπίτι παίρνουν και τις ισόγειες αγγαρείες του (χεχε) όπως σαμιαμιδάκια,  ποντικάκια και διάφορα ζώα
« πάλι γεμίσαμε ζώα στο σπίτι !» ο γιος,
«παιδί μου δεν είναι ζώο, μια αράχνη είναι!», εγώ,
«δεν πειράζει, όλα αυτά ζώα είναι» αποστομώνει, γιατί, μεταξύ μας,  είναι,
«σιγά μην είναι και θηλαστικά κητοειδή» κλείνω το διάλογο με σαρωτικό σκορ γιος – μάνα 1-2. Θα εποπτεύω, θα υπενθυμίζω τις αγγαρείες τις Κυριακές και θα μαζέψω και εγώ φύλλα τρεις, τέσσερις φορές που θα το κάνω κέφι. Και θα το κάνω κέφι πραγματικά.
Αλλιώς και φέτος γκρίνιες θα είχα με την καρυδιά. Παρακαλώ όπως αναλάβετε τα ΕΝΦΙΑ και την καρυδιά σας.
     Κατά κάποιο τρόπο ένα νέο πρόσωπο προστέθηκε στη ζωή μας άρα  πέντε μαζί. Κι ένα αφαιρέθηκε. Ήτοι  τέσσερις. Μαζί.  Αλλά ακόμη δεν ξέρω με σιγουριά: μήπως ήμασταν από καιρό τρεις; Και γίναμε τέσσερις; Μήπως συνυπάρξαμε απλά μαζί και μόνοι  αφήνοντας το χρόνο να γελάει κακαριστά και ήμασταν τέσσερις ή πέντε τυχαίοι τυχαία στον ίδιο χώρο; Μήπως ήμασταν πέντε βιολογικά σώματα σε φευγάτα μυαλά; Μπερδεύομαι. Αυτό όμως που μού΄μαθε η πουτάνα η ζωή είναι πως πάντα κάποιοι φεύγουν. Και πάντα κάποιοι έρχονται. Και πως σε αυτό το ανθρώπινο πήγαινε-έλα είσαι ορατός –αόρατος. Τόσο σημαντικός όσο κι ασήμαντος. Και πώς φτάνει αυτό το ρημάδι το πλήρωμα του χρόνου όπου τίποτα από όσα κάναμε δεν είχε σημασία.
      Και τι κάνει κάποιον να λείπει; Η απουσία του στην καρδιά ή η φυσική απουσία;
Και κάπως έτσι φτάνουμε μέσα σε δώδεκα μήνες από φυλλόπτωση σε φυλλόπτωση να πληθαίνουμε, να αραιώνουμε, να ξαναπληθαίνουμε ίσως.  Πίσω ξανά λοιπόν στο μπροστά.  Στο έπεται που θα φτιάξουμε εμείς.

     Αύριο θα σταματήσω  να πάρω δυο πίνακες σημειώσεων. Ακόμα καλύτερα μαυροπίνακες με κιμωλία για να θυμάμαι συχνότερα το παιδί μέσα μου . Στον έναν θα γράφω όλα τα καλά πράγματα και τις όμορφες σκέψεις που έκανα τελευταία. Στο δεύτερο θα γράψω όσα θέλω και είναι εφικτά να κάνω. Αν ο εγκέφαλος έχει τη δύναμη να βουλιάζει έχει και τη δύναμη να ξανασηκωθεί. Αν η σκέψη έχει την ανίκητη δύναμη της αρνητικής σκέψης έχει την ίδια δύναμη και για τη θετική. Αν μπορεί να παρελθοντολογεί, μπορεί και να  μελλοντολογεί. Όλα επιλογές είναι. 

     Υ.Γ.Μου λείψατε όλοι. Είχα σχεδόν ξεχάσει πόσα όμορφα πήρα από αυτή την παρέα, πόσες λέξεις μου θυμίσατε, πόσες σκέψεις επανεργοποιήσατε με τον ξεχωριστό, δικό σας τρόπο. Πόση χαρά, πόσα κίνητρα μου δώσατε να ξαναθυμηθώ την παλιά, ζεστή μου καρδιά. Πιάνει κρύο σιγά σιγά. Παιδί, κέρνα σαράντα, πενήντα καυτές σοκολάτες ....  ❤❤❤