Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη μου

Σκυμμένη εδώ και ώρα πάνω απ' το λευκό χαρτί, προσπαθώντας να αποτυπώσω την ομορφιά ενός λουλουδιού. Το ελαφρό αεράκι να σιγοφυσά και να μπαίνει απ' τ' ανοιχτό παράθυρο, διεκδικώντας την προσοχή μου, έχοντας συμμάχους του τις σιλουέτες των διαβατάρικων πουλιών που αχνοφαίνονταν απ' τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες, μαγνητίζοντας το βλέμμα μου. Η playlist απ' το mp3 μου πότε να με μελαγχολεί γλυκά, πότε να με παίρνει μακριά και πότε να με κάνει να λικνίζομαι, σαν τα λουλούδια που ταλαντεύονται στους ρυθμούς και στις επιταγές που ορίζει, με τα παιχνιδίσματά του, ο αέρας.

 Μέχρι και το λουλούδι πάνω στο χαρτί, λουσμένο απ' τις βερικοκί αχτίδες του ήλιου, μεταμορφωνόταν και πήγαινε κόντρα στο μοίραμα. Άνοιγε η μπουκάλα με τα ονείρατα κι ολοκλήρωνε τη μορφή του βιαστικά, βάφοντάς το απ' τα χρώματα της παλέτας της φαντασίας και το άφηνε πάνω στο χαλί της καταπράσινης στιλβωμένης χλόης.

 Δύο μέλισσες γράφανε κύκλους, μ' αυτή τους την μονότονη επιμονή, γύρω στους πασπαλισμένους με χρυσόσκονη στήμονες, λες και μετείχαν σε κάποια μορφής ιερουργία, ή θαρρείς και χορεύανε σαν βακχίδες πάνω σε λεπτεπίλεπτα κομμάτια κεχριμπάρι.

Το ζουζούνισμά τους σα σάλπισμα, που ηχούσε καλεστικά και παρακλητικά, να μετέχουν και τα νεφελώδη μπαμπάκια σ' αυτή τη στιγμή της μέθεξης, αργοδιαβαίνοντας και συγκεκριμενοποιώντας το ακαθόριστο σχήμα τους στο απατηλό γαλάζιο τ' ουρανού.

Μια οπτασία που σε τυλίγει με το γήτεμα των εικόνων της, μια μέθη που σε ζαλίζει γλυκά κι ηδονικά.

 Αίφνης οι δύο μελισσούλες άρχισαν να αυξάνουν το μέγεθός τους και πεταρίσανε προς το μέρος μου. Η μία ήρθε στο πλάι μου και μ' έσπρωξε απαλά προς το μέρος τής άλλης μέλισσας, που μου έκανε σινιάλο να καθίσω στην πλάτη της.

Περιστράφηκαν σαν σβούρες μεταξύ τους κι αφέθηκαν να ξεχυθούν στον αιθέρα, κάνοντας πότε πότε παιχνιδιάρικες και χορευτικές μανούβρες, παίρνοντας ασυνήθιστο ύψος για μέλισσες.

Τα πάντα άρχισαν να μικραίνουν, με τις λεπτομέρειές τους να γίνονται ασαφείς κι αχνές, λαβαίνοντας την υπόσταση μινιατούρας σε υπερμέγεθες σκηνικό. Μια πανδαισία χρωμάτων που γαργαλά το μάτι. Κι οι σκόρπιες κουβέντες και το στακάτο γέλιο, που φτάνουν εξασθενημένα, μουσική στ' αφτιά, που ενσταλάζει χειμάρρους ευχαρίστησης.

"Τελικά μπορείς να ταξιδέψεις με πολλούς τρόπους. Μέσω της μουσικής, της φαντασίας, της ομορφιάς που θωρείς, ε;" είπε ένα χελιδόνι που πετούσε παραδίπλα και μου 'κλεισε το μάτι.

Και τότε χαμόγελα άρχισαν να κυνηγιούνται στα χείλη μου.   


Έτσι είναι τα ταξίδια που ετοιμάζω για πάρτη μου, 
και να με συγχωρείτε που ξέφυγα κι έκαμα τα δικά μου. 

Άλλη μια ιδέα τού φανταστρουμφικού 
κουμπαρονίου μου - Joan Petra.
Κι αν η προηγούμενη ανάρτηση ήταν μια φορά αφιερωμένη, 
τούτη είναι δυο. Ξέρεις εσύ! :)

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Τα μαθητικά τα χρόνια...

Σιγά που θα έχανα την ευκαιρία να ανατρέξω στα περασμένα μεγαλεία και να σας τα διηγηθώ, όπως διηγείται τα κατορθώματά του ο παλιός, πολύπειρος ναυτικός.

Δώκε χεράκι κι έλα να ψαχουλέψουμε παρεϊτσα το χρονοντούλαπό μου.




Σωτήριον έτος 1992 κι η μικρή Λυσιππούλα, μέσα στην κοιλιά της μάνας της, εξασκούσε την αριστοκρατική τέχνη: πώς να μην κάνεις απολύτως τίποτα. Τα ευτυχέστερά μου χρόνια. Ζεστασιά, μαμ, τεμπελιά και παιχνίδα με το δίδυμό μου. Τι άλλο να ζητούσα; Κοτσάνι την περνούσα. Όχι από τόσο τόσο νωρίς η αφήγηση, ε; Σχωρνάτε με!

Που λες, το νηπιαγωγείο μου ήταν ένας όμορφος και ζεστός χώρος, που είχε κι αυλίτσα για να ξελυσσάμε. Βρισκόταν στον ίδιο χώρο με το δημοτικό σχολείο, οπότε μπορούσαμε να βλέπουμε τα δημοτικάκια εν ώρα διαλείμματος ή γυμναστικής. Ήταν τέτοιος ο θαυμασμός μου δε, που ανυπομονούσα να πάω κι εγώ και να θεωρούμαι μεγάααλη.

Οι αναμνήσεις μου απ' το νηπιαγωγείο είναι λιγοστές και στοιχειωδώς ζωντανές, μπερδεμένες μέσα στη θολούρα των ανακριβειών. Μα θυμάμαι χαρακτηριστικά δύο γεγονότα: α) την αγάπη μου για το τραγούδι που γιγαντωνόταν από τότε και β) πόσο μαγκάκι ήμουν απ' τα μικράτα μου (φτιάχνοντας "κομπολόι" για την γιαγιά μου -για να έχει κάτι που θα έφτιαχνα ε γ ώ, που btw το έχει ακόμα απιθωμένο σε μια γωνίτσα στο σπίτι της και πολύ με συγκινεί!!). Κι εξηγούμαι... Αν μου ζητούσε κανείς να επιλέξω κάποιο τραγούδι για soundtrack, για την τότε περίοδο της ζωής μου, αυτό θα ήταν σίγουρα το Τώρα μου μιλάει της Στέλλας Γεωργιάδου. Το απόλυτο hit της τρυφερής μου ηλικίας. Δεν μιλάμε για προτίμηση, μιλάμε για εμμονή, για εθισμό, για λύσσα. Το πετύχαινα μάλιστα και σ' ένα κανάλι που έβαζε κλιπάκια, κι εκεί να δείτε σαλτοπηδήματα η δικιά σου απ' τη χαρά της. Μέχρι και στο μπαλκόνι έβγαινα και το τραγουδούσα και κάποιοι γείτονες ακόμα έχουν να μου το λένε. Δεν θα μπορούσα, όμως, να έμενα μόνο στην Στέλλα, βεβαίως βεβαίως. Κυκλοφορούσαν διάφορα cdάκια στο σπίτι... του Καρβέλα, της Βίσση, των Antique κ.α. Η ερμηνεία μου στην Ασπιρίνη του Καρβέλα μπροστά στη νηπιαγωγό και τα υπόλοιπα παιδάκια; Άνευ προηγουμένου. Ε, τώρα ας μη σου πω κι άλλες ανακαλύψεις μου τύπου Σαμπρίνας, Σαμίου, Τριαντάφυλλου, Κουρκούλη και λοιπών, γιατί προβλέπεται να διανύω μοναχή μου τις υπόλοιπες σχολικές αναμνήσεις.

Καθώς ήμουν προετοιμασμένη απ' τη μαμά μου για τη μεταπήδησή μου στο δημοτικό, δεν μου είχε κακοφανεί ιδιαιτέρως. Όλα τα χρόνια κύλησαν πολύ ομαλά, δίχως πολλά πολλά. Ήμουν παιδί χαμηλών τόνων, που δεν νοούνταν να κάνει νούμερα και σκανταλιές μέσα στην τάξη, οπότε δεν έχω να θυμάμαι τιμωρίες και προσβολές. Ούτε καν παρατηρήσεις τύπου "γιατί δεν διάβασες;" "γιατί δεν έκανες τις ασκήσεις;". Ήμουν πάντοτε επιμελής στις υποχρεώσεις μου, για να διατηρώ την αξιοπρέπειά μου και να μην ακούω τα σχολιανά μου μπροστά σε όλη την τάξη. Γι' αυτό σε όλες τις τάξεις είχα πολύ καλούς βαθμούς. Απ' αυτά τα χρόνια ξεκίνησε κι η αγάπη μου για τα βιβλία, η λατρεία μου να χάνομαι στον δικό τους μαγικό κόσμο. Το έλεγα στη μαμά μου, μ' έπαιρνε απ' το χεράκι και τα έπαιρνα δύο-δύο και τρία-τρία.

Στις μεγαλύτερες τάξεις το καινούριο-κοσκινάκι-μου-και-πού-να-σε-κρεμάσω ήταν το κέντημα; Αυτό με τα χρωματισμένα νταμάκια που περνούσες την αντίστοιχη χρώματος κλωστή από μέσα τους. Αφορμή είχε σταθεί το ότι ξεθάψαμε ένα μισοτελειωμένο γατί, το οποίο και ολοκλήρωσα, και μια σπανιόλα που η μαμά μου είχε κάνει μόνο την αρχή και μετά την είχε καταχωνιάσει.

Και φτάνουμε στο Γυμνάσιο, όπου ήθελα να ανεξαρτητοποιηθώ απ' την βοήθεια της μαμάς στο σπίτι. Κι αν για κάτι έχω να την ευχαριστώ μέχρι σήμερα, είναι που δεν έπαιξε ποτέ τον ρόλο τού μπαμπούλα στο διάβασμα, που δεν με σύγκρινε ποτέ με την Ελενίτσα, τον Γιαννάκη και το Μαράκι -τυχαία ονόματα, που δεν πατούσε τις τσιρίδες και δεν με ξυλοφόρτωνε, αν δεν έφερνα καλούς βαθμούς σε κάποιο διαγώνισμα. Κάτι που εκτιμούσα δεόντως και δεν με έκανε να εκμεταλλεύομαι τις αν(τ)οχές της. Το να είμαι συνεπής διατηρήθηκε μέχρι τότε, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος μου να κυμαινόταν, και στα τρία χρόνια του Γυμνασίου, μεταξύ 17 και 18. Η μνήμη μου ήταν απ' τα πιο δυνατά χαρτιά τής μαθητικής μου πορείας (μπορούσα δίχως κόπο να απομνημονεύω ολόκληρες παραγράφους και να θυμάμαι μέχρι και τα σημεία στίξης, που λέει ο λόγος!), που με γλίτωνε από πολύωρο διάβασμα. Οπότε, αφού ήμουν ικανοποιημένη στο επίπεδο που βρισκόμουν, ποτέ δεν προσπάθησα σκληρότερα. Βαριόμουν, και το μυαλό μου ήταν πώς θα τελειώσω για να πάρω τους δρόμους και να βρω τα φιλαράκια μου.

Το τέλος του Γυμνασίου σηματοδότησε και το σταμάτημά μου απ' την ζωγραφική, στην οποία ήμουν πολύ καλή. Από τότε έχω να σκιτσάρω. Αγαπούσα να κάθομαι και να τραβάω γραμμές, ενώ η αδερφή μου το απεχθανόταν και δεν ήταν καλή. Ε, λοιπόν, τώρα έχουν αντιστραφεί πλήρως οι ρόλοι. Αυτή ασχολείται τώρα και είναι πάρα πάρα πολύ καλή, με έφεση στις προσωπογραφίες, που ισχυρίζεται ότι της είναι και πιο εύκολο. Δεν ξέρω αν είναι κάτι ιδιαίτερο των διδύμων, αλλά, απ' ό,τι μου έχει πει η μαμά μου, πάντα όταν κάτι είχε η μία, η άλλη δεν το είχε. Κι όταν το έχανε, το κέδιζε η άλλη. Ντόινγκ!

Και περνάμε στα χρόνια του Λυκείου. Παρά την προτίμησή μου στα θεωρητικά μαθήματα, δεν ακολούθησα αυτή την κατεύθυνση κι επέλεξα τον τομέα της Πληροφορικής. Κι επειδή θα κακοπερνούσα, αν διάλεγα την αντίστοιχη κατεύθυνση στο ενιαίο, πήγα τρεχαλίτσα σε επαγγελματικό. Εκεί βρήκα την χαρά μου! Πολύ λιγότερα παιδιά (δεν μπορώ την πολυκοσμία εγώ, παιδάκι μου!!), μαθήματα απολύτως της αρεσκείας μου και γαμώ τους καθηγητές. Τρία χρόνια Παράδεισος ήταν για μένα τα λυκειακά χρόνια. Οι συμμαθητές μου αγρόν ηγόραζαν, οπότε έπαιζα μόνη μου μπάλα εκεί μέσα. Όλη την "καταξίωση" ( :P ) που δεν είχα νιώσει τα προηγούμενα χρόνια, την έζησα αυτά τα τρία χρόνια μαζεμένα. Βαθμάρες, απουσιολόγιο, σημαιοφόρος, καταθέσεις στεφάνων, εκπρόσωπος του σχολείου σε διάφορα θέματα που ανέκυπταν. Μα το πιο σημαντικό για μένα ήταν ότι είχα καλούς καθηγητές, που τους πήγαινα και με ενέπνεαν ν' ασχοληθώ. Ήταν φιλικοί, προσιτοί κι ουχί ανάποδα γαμώτο. Η απόλυτη ευτυχία για μένα που είχα -από πολύ νωρίς- ένα "φετίχ" με τους δασκάλους/καθηγητές μου κι είχα πάντοτε ιδιαιτέρως καλές σχέσεις, βασισμένες στην αμοιβαία εκτίμηση και συμπάθεια.

That's all folks.

ξέρω, τελευταία και λαχανιασμένη

Στο κουμπαρόνι/Joan Petra, που είχε
την ιδέα να ανασκαλέψουμε τις μαθητικές μας μνήμες



Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Το αθέατο δάσος

Ήταν βράδυ, αργά, κι ο ουρανός έριχνε πεφτάστερα, όταν τελείωσα την κατασκευή της σχεδίας μου, την έριξα στο νερό και το άφησα να με παρασύρει. Αεράκι δροσερό να μ' αγκαλιάζει και να αερίζει τα πιο αμπαρωμένα δωμάτια της ψυχής μου, και τα πεφτάστερα στολίδια στα μαλλιά μου. Οι ήχοι της φύσης ο πιο γλυκόφωνος ψίθυρος, που έχει τη δυνατότητα να με μεταφέρει στο πάλλευκο μέρος, όπου δεν έχουν μέρος οι πολλοί. Εκεί που όσο αφήνεσαι και συνηθίζει το μάτι σου το λευκό, βυθίζεσαι και καθηλώνεσαι μέσα στο όνειρο, και σε κατακλύζουν χαρούμενα χρώματα.

Διέσχισα μια ικανή απόσταση, φτάνοντας βαθιά, κι ακούμπησα σ' ένα δέντρο να ξαποστάσω. Τότε ήταν που άκουσα το κελάρυσμα από κάποιον νερόμυλο και το βλέμμα μου τράβηξαν και μαγνήτισαν κάποιες καταυγαζόμενες άυλες μορφές, που παιχνίδιζαν χαχανίζοντας πάνω και γύρω απ' τον νερόμυλο. Κάποια απ' τα παραμυθένια πλάσματα έδειχναν πως είχαν κουραστεί απ' το παιχνίδι, και πήραν να απομακρύνονται απ' όλα τα υπόλοιπα. Ευθύς αμέσως τα πήρα στο κατόπι κι οδηγήθηκα σε πάμφωτο μέρος, στην καρδιά του μαγευτικού αθέατου δάσους, όπου παρευρίσκονταν χιλιάδες ξωτικά και νεράιδες, δουλεύοντας ακατάπαυστα.

Ήμουν τόσο εκστασιασμένη που δεν είχα καταλάβει ότι είχαν πάρει πρέφα την παρουσία μου. Πίσω μου στέκονταν ένα ξωτικό. Με ακούμπησε απαλά στον ώμο, ψιθυρίζοντάς μου να μη φοβάμαι. Άιρις με λένε, μου είπε χαμογελώντας. Κι αυτό είναι από μένα, πρόσθεσε. Και καθώς μου το έδινε κάτι είπε στην ξωτικογλώσσα, και με γέμισε χρυσόσκονη κι ασημόσκονη.

Βρέθηκα πάλι στη σχεδία μου, προσπαθώντας να καταλάβω αν όλο αυτό ήταν αυταπάτη, παιχνίδι της φαντασίας μου. Δίπλα μου βρισκόταν τώρα ένα ζωγραφισμένο ξύλινο κουτί, που το κοσμούσαν λουλούδια, πεταλούδες και νεράιδες. Το άνοιξα, πάνω στο φούξια χαρτί ήταν μια λαμπάδα. Στολισμένη τοιουτοτρόπως.

Και μαζί με τον ήχο τού νερού αντιλαλούσαν και τα λόγια του Σαίξπηρ στο μυαλό μου: "Οι άνθρωποι που έχουν να πουν πολλά μεταχειρίζονται λίγα". 

Αφιερωμένο πού αλλού; 
Στο αριστάκι, το μικρό ξωτικό μου.



Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Το Καρουζέλ της Φιλίας

24 Days Challenge: 'Κ'   

Το Καρουζέλ της Φιλίας


Κάποτε μου είχαν πει ένα παραμύθι,
ότι η Φιλία υπάρχει και ζει σ' αυτόν τον πλανήτη. 
Τα λόγια αυτά θυμάμαι κάθε βράδυ
και τα στεριώνω στα τυφλά μες στο σκοτάδι.
Τα μάτια κλείνουν κι αφήνονται αγκαλιασμένα στη σιωπή.
Βλέπουν χρώματα 
πορτοκαλί, μπλε, λευκό, φούξια, κόκκινο και πράσινο
και φτιάχνουν καρουζέλ.  
Δάχτυλα το κουρδίζουν, κι αίφνης τα πάντα στριφογυρνούν. 
Μουσική αφήνουν να ηχεί, ψυχή ονείρου,
που υφαίνει τη μορφή σου και στριφογυρίζομαι μαζί σου. 
 Ισοβίτισσα ιππεύτρια και μάγισσα κανονική. 
Με μάγεμα τ' άλογα ξυπνάς
και καλπάζουμε με στοιχειά δροσάτα. 

Και μια σου κουβέντα παστρική, γλυκιά ανατριχίλα, 
που την κρατώ φυλαχτό και την κάνω πυξίδα.  
Γραφίδα γίνεται και μου ορμηνεύει
πως Φιλία θα πει μολύβι που γράφει ιστορία, 
μουρμούρα, μουγκρητό τού φαντασιοκοπήματος.  
Θα πει παιχνίδι μέσα σε λέξεις, πράξεις και στιγμές, 
που πλέκουν χιλιάδες πολύχρωμες κλωστές. 
Κι όταν ο άλλος με πυροφάνι ψαρεύει δάκρυα
αυτή ξέρει να γίνεται ηλίου αχτίδα 
και να σβήνει το λιόγερμα της ψυχής. 
Θα πει τραγούδι κι ονείρου ξόδεμα. 

 Στο κοκκινάκι μου



Κι όταν νιώθεις χαμένος,
το Καρουζέλ θα σου δείχνει τον δρόμο!



----------
 
To 24 Days Challenge είναι μια ιδέα-πρόκληση του mystickland. Πρωταγωνιστούν 24 γράμματα, 24 λέξεις σε 24 ημέρες. Μόνο που εγώ το υλοποιώ κάπως άναρχα στη σειρά των γραμμάτων και στις ημέρες πραγματοποίησής τους.  




Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

A table!



1. Ποιό είναι το αγαπημένο σου φαγητό;

Δεν έχω κάποιο σούπερ αγαπημένο, που να λέω "τρελαίνομαι!". Πάντως, στα αγαπημένα μου συμπεριλαμβάνονται σίγουρα τα γεμιστά. Είναι η πρώτη παραγγελιά που δίνω στη μαμά μου, όταν είναι να πάμε σπίτι. Και με το που φτάνουμε, ορμάω!

(Μαμαδίσιο φαγητό: ανεκτίμητη αξία!!!) 

2. Ποιό είναι το αγαπημένο σου γλυκό;

Ό,τι γλυκό κι αγαπημένο, βεβαίως βεβαίως. 
Τα γλυκά του κουταλιού κατηγοριοποιούνται στα δεύτερης μοίρας, 
τα οποία τιμώνται στις μεγάλες "χαρμάνες" περισσότερο. 

3. Ποιό φαγητό δε θα δοκίμαζες ποτέ;

Πατσά!!!!!!! 
Φεύγω απ' την κουζίνα πριν καν μαγειρευτεί,
κι όταν τον τρώνε οι άλλοι κάνω γκριμάτσες αηδίας 
(νοερώς, γιατί είμαι και διακριτικιά!!). 

4. Ελληνική, ιταλική, mexican ή ασιατική κουζίνα;

Δεν έχω προκάμει να δοκιμάσω γεύσεις και κουζίνες, το νεούδι, για να αποφανθώ. Όταν ξαμοληθώ στα εξωτερικά, θα 'ρθω και θα σου πω με ύφος γευσιγνώστριας. 
Μμμμ!! 

Για τώρα αρκέσου: ελληνική! 

5. Έχεις αλλεργία σε κάποιο φαγητό;

Είμαι απ' τους τυχερούς!
 Η αλλεργία μου εκδηλώνεται και φουντώνει μόνο σε θέματα συμπεριφορών. 

6. Σε ποιό φαγητό/γλυκό είσαι εξπέρ;

Ε, δεν ξέρω αν είμαι εξπέρ. Όμως, μπορώ να πω με σιγουριά ότι τα φαγητά και τα γλυκά μου τρώγονται άαανετα. Μόνο με τα κρέατα δεν έχω ασχοληθεί διεξοδικά. Συνήθως από κρεατικά μαγειρεύω κοτόπουλο και μπιφτέκια/σουτζουκάκια. Στα υπόλοιπα δεν έχω θέμα. Και δεν μου φαίνεται απόρθητη η κορυφή του βουνού-μαγειρικής, όπως σε άλλες συμφοιτήτριες που έτυχε να το συζητήσουμε.

Από γλυκά δεν με λες και πεπειραμένη. Δεν έχω δοκιμάσει να φτιάξω πολλά, παρά μόνο: χαλβά σιμιγδαλένιο, μπουγάτσα, ραβανί, γαλακτομπούρεκο και κέικ. 

(Μια απ' τα ίδια και η sis.) 

7. Ποιό είναι το φαγητό που έμαθες να μαγειρεύεις πρώτο;

 Τώρα αν σου πω ότι δεν θυμάμαι; 
Λογικά τα πιο εύκολα, τύπου μακαρόνια και φακές.

8. Είσαι χορτοφάγος;

 Μ' αρέσουν τα χορταρικά, αλλά εγώ θέλω ποικιλία, αδερφέ.
Οπότε: τσου!

9. Συνήθως τι παραγγέλνεις από έξω;

 Πίτσες και πιτόγυρα (με προτίμηση στα δεύτερα!!).

10. Είσαι γλυκατζής ή fan των αλμυρών σνακ;

 Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω.

11. Αγαπημένο σνακ;

Ανάλογα με τις ορέξεις και με το τι βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Μπορεί να φάω κόρν φλέικς, ένα μήλο ή ακόμα και μια σαλάτα, ή να υποκύψω στις γλυκές ακολασίες, που θα φωνασκούν το όνομά μου -οι Σειρήνες!

12. Πώς τρως το σάντουίτς σου;

 Αν δεν βαριέμαι παραχώνω διάφορα: σαλάμι, τυρί, μαρούλι/ντομάτα, αβγό, πατάτες, τυροκαυτερή ή κέτσαπ - μουστάρδα κλπ. Κι επειδή συνήθως βαριέμαι, είτε το τρώω με σαλάμι, τυρί, τυροκαυτερή ή κέτσαπ - μουστάρδα, είτε με φέτα και κέτσαπ - μουστάρδα. Παίζει κι η ορφάνια: μόνο σαλάμι και τυρί ή μόνο φέτα, ή και συνδυασμός αυτών.  

13. Σ'αυτή τη φάση της ζωής σου τρως υγιεινά ή το'χεις ρίξει στη μάσα;

 Όχι, δεν κάνω ισορροπημένη διατροφή ούτε τρέφομαι σωστά, αφού ούτε κανονικό μεσημεριανό δεν τρώω κάποιες φορές, επειδή είμαι σχολή και δεν προλαβαίνω, οπότε τη βγάζω με χαζά: τοστ, καμιά τυρόπιτα/σπανακόπιτα ή κάτι άλλο απ' το κυλικείο, ή κρουασάν. 

14. Ποιός μαγειρεύει καλύτερα στην οικογένεια; 

Κι ο χρυσός σκούυυφος πάααει στον αδερφόοο. 
Είναι εκλεκτούλης στις γεύσεις του και του αρέσουν τα πιο προχωρημένα και πειραγμένα. Η μαμά μου είναι της πιο κλασικής κουζίνας και δεν τον ικανοποιεί απολύτως, οπότε πολλές φορές λαμβάνει αυτός δράση στην κουζίνα 
(και κοντά στον βασιλικό (ο ίδιος) ποτίζεται κι η γλάστρα (εμείς)). 

Η χαρά μου όταν πηγαίνω σπίτι στις γιορτές και τα καλοκαίρια, γιατί μας περιποιείται ο ίδιος: εγώ θα μαγειρέψω στα παιδιά, να φάνε και να ευχαριστηθούν. 

Κι η μαστοριά του δεν περιορίζεται μόνο εκεί, αλλά μπαίνει και στα χωράφια της ζαχαροπλαστικής, παρότι εκεί κοντραρίζεται με τη μαμά, που είναι αυθεντία -γιατί είναι τελειωμένη γλυκατζού (να, από αυτή πήρα!!). 


/* Nα σημειώσω πως η πάσα ήταν απ' τον Hengeo
Γιώργο, εξκιουζέ μουά για την καθυστέρηση. Θα είχε ανέβει άμεσα, αλλά αγχώθηκα με τις ιστορίες του καφενέ (για το αν θα μου βγει) κι ασχολήθηκα μ' αυτό πρώτα, για να έχω χρόνο μπροστά μου, οπότε η πάσα σου έμεινε λίγο πίσω. */ 


Κι επειδή είμαι στις καλές μου, θα σας τρατάρω και το κατιτίς μου.  


*Η Νάσια χαίρει ιδιαίτερης περιποίησης, για τον λόγο της τελευταίας της ανάρτησης. 
Ε, κι η Αριστέα το δικό της, γιατί είναι κρίμα να μείνει παραπονεμένη. 
 
 

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Ιστορίες του Καφενέ: Το σημάδι της Γλαύκας

Χωρίς χρώμα

Το λιγοστό φως, που έρχονταν απ' τις σκορπισμένες κολόνες, ήταν αδύναμο και παραδινόταν στο πυκνό σκοτάδι που ήταν απλωμένο. Το έπνιγε με την περίκλειση και το κατάπινε αχόρταγα.

Επικρατούσε νεκρική σιγή. Ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν, ήταν η πέτρα του τσακμακιού, που άναβε το τσιγάρο της, και τα ανατριχιαστικά κρωξίματα των νυκτόβιων πουλιών που είχαν μαζευτεί στα γύρω δέντρα, θαρρείς και προσπαθούσαν να υπερκεράσουν την μαυρίλα της ψυχής της.

 -"Επιτέλους, και μια νύχτα με ξαστεριά, ε;" την έβγαλε απ' τις ερεβώδεις σκέψεις της μια τραχιά χαμηλόφωνη φωνή, με ξενική προφορά, σαν ψίθυρος, που ακούστηκε από πίσω της. "Να καθίσω;" συνέχισε κι έκατσε ανακούρκουδα κοντά της, πριν πάρει καν απάντηση, κοιτάζοντας το γεμάτο φεγγάρι.

  -"Κι άλλος μοναχικός ονειροπόλος; Και νόμιζα πως κατείχα τα πρωτεία."  ανταπάντησε αστειευόμενη, τείνοντας την ταμπακιέρα της μπροστά του.

 -"Μοναχικός περιπατητής του ονείρου. Βλέπεις, δεν βρίσκεις εύκολα ικανό συνοδοιπόρο, με κοινό βάδην, στα ταξίδια που επιθυμείς να κάνεις, οπότε αναγκάζεσαι να πορεύεσαι μοναχικά, εφόσον αποφασίσεις να απαρνηθείς την μετριότητα που προσφέρει η ευκολία." της είπε κοιτώντας την στα μάτια, ρουφώντας τον στυφό καπνό.

-"Δεν έχεις κι άδικο! Λίγες είναι οι φορές που οι φωνές, που μας περιβάλλουν, λειτουργούν σαν άλλες Σειρήνες, βγάζοντάς μας απ' την χαραγμένη μας πορεία, και καταλήγουμε άδεια κοχύλια;" του είπε με στόμφο.

-"Ξέρεις όμως, σε οποιαδήποτε περίπτωση, αυτός που έχει τον τελευταίο λόγο είναι ο χρόνος. Μόνο αυτός μπορεί να πει με σιγουριά αν έπραξες σωστά ή λανθασμένα." είπε γέρνοντας προς το μέρος της και φιλώντας την απαλά στα χείλη.

Άρχισαν να γδύνονται με αργές κινήσεις, και μυστικιστικός τους λόγος οι αλλεπάλληλοι αναστεναγμοί. Δύο πυρακτωμένες φιγούρες, που ξεκινούσαν το ταξίδι τους στο διάπυρο, κοντραρίζοντας την λάμψη των πυγολαμπίδων, που είχαν μαζευτεί στις κολόνες, γοητευμένες απ' το φως που ξεχύνονταν απ' αυτές.

Η τελευταία της κραυγή ενώθηκε με τα τσιριχτά κρωξίματα των πουλιών, που είχαν ανοίξει τις φτερούγες τους και τις χτυπούσαν μανιασμένα, προξενόντας της ανατριχίλα.

Καθώς κοίταξε δίπλα της, αντιλήφτηκε πως ο άνδρας είχε εξαφανιστεί. Ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Λες και ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένα κόκκινο σημάδι στο στήθος της, σε σχήμα κουκουβάγιας, για να της θυμίζει πως αυτή η αλλοπρόσαλλη βραδιά είχε όντως γραφεί στις σελίδες τής ζωής της.

Ντύθηκε με γρήγορες κι αποφασιστικές κινήσεις, και πήρε τον δρόμο του γυρισμού ξεψυχισμένα.



 Το ξύπνημα

Ότι είχε ξημερώσει. Την ξύπνησαν οι ηλιαχτίδες που παιχνίδιζαν στα βλέφαρά της.

Ντύθηκε και ξεχύθηκε στους δρόμους της Αρκαδίας, καθώς δεν είχε προλάβει να δει ούτε ένα απειροστό κομμάτι της, μιας κι είχε φτάσει μόλις χθες.

Η Ειμαρμένη αναντίρρητα είναι είρων και φιλοπαίγμων. Για να ξεκαρδιστεί με την αγανάκτηση και την κατάντια μας, σχεδόν πάντα μας επιφυλλάσσει το αντίθετο απ' αυτό που προσδοκούμε. Κι όταν αποζητάς με κάθε τίμημα τον αποχρωματισμό και πέφτεις οικειοθελώς στην κινούμενη άμμο του χαμερπούς αυτοοικτιρμού, κανακεύοντας την θλίψη σου, όπως η Σεσίλια, τότε αυτή σου προσφέρει δωρεάν την ομορφιά. Σα να πέφτουν ουρανοκατέβατα στην αγκαλιά σου τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων, κι εσύ να νιώθεις ανήμπορος και μουδιασμένος, μη μπορώντας να απλώσεις καν τα χέρια σου. Κι όλη αυτή η αντίθεση να σε τυφλώνει. Να καταλήγεις αναπόδραστα να σκέφτεσαι και να σε εξισώνεις με τον Μίδα, στην πιο μίζερη εκδοχή του, δίνοντας ήδη στην πεισιθάνατη διάθεσή σου τη χαριστική βολή. Άπαντα να γίνονται θρύψαλα κι αποκαΐδια, συνθέτοντας την πιο μαύρη βίβλο της ζωής σου, με το δικό σου αναγνωριστικό ως υπογραφή.

Αυτός ήταν ο κατάμαυρος χείμαρρος που έβγαινε από μέσα της, ενόσω είχε καθίσει σε έναν γραφικό καφενέ και την βομβάρδιζε η ομορφιά του παλαιού και της φύσης, που λειτουργούσαν σαν αόρατος διακοσμητικός φιόγκος, ο οποίος διακόπηκε απότομα, όταν στ' αφτιά της ήχησαν οι στίχοι απ' το αγαπημένο της τραγούδι, στο καφέ του χαμένου χρόνου, που έβγαιναν απ' τα χείλη ενός γοητευτικότατου γκριζαρισμένου κυρίου που καθόταν λίγο πιο πέρα. Σαν μέλι στάλαξαν στην ψυχή της οι στίχοι, που λειτούργησαν υπενθυμιστικά. Και την συνεπήρε ακόμα πιο πολύ, όταν μπήκε στο γαλλικό κομμάτι του τραγουδιού. Το χρώμα της φωνής του ήσαν τρομερά ευάκουστο, έχοντας κάτι το σχεδόν... πλανερό, που την καθήλωσε και την έκανε να φαντασιωθεί πως βρισκόταν στο Cafe de Flore.

Τον παρατηρούσε με διακριτικό τρόπο. Την είχε ιντριγκάρει η κομψότητα που ανέδυε η παρουσία του, θαρρείς και ήταν κανένας ευγενής, βγαλμένος από κάποια ταινία εποχής, κουμπώνοντας υπέροχα με το ανεξερεύνητο που χάριζαν τα μαύρα του γυαλιά. Λουσμένος στο φως της λιακάδας. Μια υπέροχα γαλήνια φιγούρα, που ήθελες λύρα να την τραγουδήσεις.

Τίποτε δεν της φαινόταν πια άχρωμο και δυσβάσταχτο. Έπαψε να ασφυκτιά στη νοητή της παγίδα, είχε ελευθερωθεί. Το κινούμενο σάβανο, που το είχε τυλιχτεί σαν φουλάρι, άρχισε να ξετυλίγεται.

-"Με συγχωρείτε! Μπορώ να καθίσω στο τραπέζι σας;" πρόφερε τις λέξεις με αβρότητα και πυγμή.

Αποτόλμησε μιαν ανεπαίσθητη κλίση προς αυτήν, κάνοντάς της νεύμα να καθίσει.

"Ζητώ συγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά, να, δεν ξέρω, κάτι με τράβηξε σε εσάς και θα ήθελα να σας γνωρίσω καλύτερα." του είπε αμήχανα, με τα αισθήματά της κουβάρι κι αναστατωμένα.

Τότε ήχησε το πιο δυνατό και σαγηνευτικό γέλιο.

-"Τι να πω εγώ τώρα; Σας ευχαριστώ πολύ για την γενναιοδωρία και την καλοσύνη τού λόγου σας." αποκρίθηκε ντροπαλά, παίζοντας νευρικά με το στυλό του. "Αλέξανδρος!" πρόσθεσε βιαστικά. 

-"Σεσίλια!" η απάντησή της γεμάτη αυτοπεποίθηση.

 Η συζήτηση, όσο περνούσε η ώρα, γινόταν ολοένα πιο αβίαστη. Κι η κατάσταση; Όλο και πιο ονειρική, με οράματα λαγνείας κι αιώνιας ευτυχίας, στο φόντο ενός βαθιά ερωτικού παραληρήματος.

Τα χέρια τους έσμιξαν με άκρατη τρυφερότητα, λες και γνωρίζονταν από πάντα κι είχαν μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους.

"Πάμε;" λένε κι οι δυο ταυτόχρονα και ξεσπούν σε γέλια.

"Μπορείς να με βοηθήσεις;" ψελλίζει εκείνος, έχοντας ανοίξει το στυλό του, που έχει μακρύνει τώρα κι έχει πάρει τις διαστάσεις ενός μπαστουνιού.

Αυτή τον πιάνει απ' το μπράτσο, αισθανόμενη να καίει το σημάδι στο στήθος της. Φέρνει τα λόγια τού άγνωστου άντρα στο μυαλό της "Βλέπεις, δεν βρίσκεις εύκολα ικανό συνοδοιπόρο, με κοινό βάδην, στα ταξίδια που επιθυμείς να κάνεις."

Μειδιάζει, νιώθοντας να ρέει μέσα της η ευφροσύνη.
Τα μάτια της έβλεπαν τώρα πια, κι έβλεπαν καθαρά.

 Η συμμετοχή μου στις Ιστορίες του Καφενέ.