Χωρίς χρώμα
Το λιγοστό φως, που έρχονταν απ' τις σκορπισμένες κολόνες, ήταν αδύναμο και παραδινόταν στο πυκνό σκοτάδι που ήταν απλωμένο. Το έπνιγε με την περίκλειση και το κατάπινε αχόρταγα.
Επικρατούσε νεκρική σιγή. Ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν, ήταν η πέτρα του τσακμακιού, που άναβε το τσιγάρο της, και τα ανατριχιαστικά κρωξίματα των νυκτόβιων πουλιών που είχαν μαζευτεί στα γύρω δέντρα, θαρρείς και προσπαθούσαν να υπερκεράσουν την μαυρίλα της ψυχής της.
-"Επιτέλους, και μια νύχτα με ξαστεριά, ε;" την έβγαλε απ' τις ερεβώδεις σκέψεις της μια τραχιά χαμηλόφωνη φωνή, με ξενική προφορά, σαν ψίθυρος, που ακούστηκε από πίσω της. "Να καθίσω;" συνέχισε κι έκατσε ανακούρκουδα κοντά της, πριν πάρει καν απάντηση, κοιτάζοντας το γεμάτο φεγγάρι.
-"Κι άλλος μοναχικός ονειροπόλος; Και νόμιζα πως κατείχα τα πρωτεία." ανταπάντησε αστειευόμενη, τείνοντας την ταμπακιέρα της μπροστά του.
-"Μοναχικός περιπατητής του ονείρου. Βλέπεις, δεν βρίσκεις εύκολα ικανό συνοδοιπόρο, με κοινό βάδην, στα ταξίδια που επιθυμείς να κάνεις, οπότε αναγκάζεσαι να πορεύεσαι μοναχικά, εφόσον αποφασίσεις να απαρνηθείς την μετριότητα που προσφέρει η ευκολία." της είπε κοιτώντας την στα μάτια, ρουφώντας τον στυφό καπνό.
-"Δεν έχεις κι άδικο! Λίγες είναι οι φορές που οι φωνές, που μας περιβάλλουν, λειτουργούν σαν άλλες Σειρήνες, βγάζοντάς μας απ' την χαραγμένη μας πορεία, και καταλήγουμε άδεια κοχύλια;" του είπε με στόμφο.
-"Ξέρεις όμως, σε οποιαδήποτε περίπτωση, αυτός που έχει τον τελευταίο λόγο είναι ο χρόνος. Μόνο αυτός μπορεί να πει με σιγουριά αν έπραξες σωστά ή λανθασμένα." είπε γέρνοντας προς το μέρος της και φιλώντας την απαλά στα χείλη.
Άρχισαν να γδύνονται με αργές κινήσεις, και μυστικιστικός τους λόγος οι αλλεπάλληλοι αναστεναγμοί. Δύο πυρακτωμένες φιγούρες, που ξεκινούσαν το ταξίδι τους στο διάπυρο, κοντραρίζοντας την λάμψη των πυγολαμπίδων, που είχαν μαζευτεί στις κολόνες, γοητευμένες απ' το φως που ξεχύνονταν απ' αυτές.
Η τελευταία της κραυγή ενώθηκε με τα τσιριχτά κρωξίματα των πουλιών, που είχαν ανοίξει τις φτερούγες τους και τις χτυπούσαν μανιασμένα, προξενόντας της ανατριχίλα.
Καθώς κοίταξε δίπλα της, αντιλήφτηκε πως ο άνδρας είχε εξαφανιστεί. Ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Λες και ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένα κόκκινο σημάδι στο στήθος της, σε σχήμα κουκουβάγιας, για να της θυμίζει πως αυτή η αλλοπρόσαλλη βραδιά είχε όντως γραφεί στις σελίδες τής ζωής της.
Ντύθηκε με γρήγορες κι αποφασιστικές κινήσεις, και πήρε τον δρόμο του γυρισμού ξεψυχισμένα.
Το ξύπνημα
Ότι είχε ξημερώσει. Την ξύπνησαν οι ηλιαχτίδες που παιχνίδιζαν στα βλέφαρά της.
Ντύθηκε και ξεχύθηκε στους δρόμους της Αρκαδίας, καθώς δεν είχε προλάβει να δει ούτε ένα απειροστό κομμάτι της, μιας κι είχε φτάσει μόλις χθες.
Η Ειμαρμένη αναντίρρητα είναι είρων και φιλοπαίγμων. Για να ξεκαρδιστεί με την αγανάκτηση και την κατάντια μας, σχεδόν πάντα μας επιφυλλάσσει το αντίθετο απ' αυτό που προσδοκούμε. Κι όταν αποζητάς με κάθε τίμημα τον αποχρωματισμό και πέφτεις οικειοθελώς στην κινούμενη άμμο του χαμερπούς αυτοοικτιρμού, κανακεύοντας την θλίψη σου, όπως η Σεσίλια, τότε αυτή σου προσφέρει δωρεάν την ομορφιά. Σα να πέφτουν ουρανοκατέβατα στην αγκαλιά σου τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων, κι εσύ να νιώθεις ανήμπορος και μουδιασμένος, μη μπορώντας να απλώσεις καν τα χέρια σου. Κι όλη αυτή η αντίθεση να σε τυφλώνει. Να καταλήγεις αναπόδραστα να σκέφτεσαι και να σε εξισώνεις με τον Μίδα, στην πιο μίζερη εκδοχή του, δίνοντας ήδη στην πεισιθάνατη διάθεσή σου τη χαριστική βολή. Άπαντα να γίνονται θρύψαλα κι αποκαΐδια, συνθέτοντας την πιο μαύρη βίβλο της ζωής σου, με το δικό σου αναγνωριστικό ως υπογραφή.
Αυτός ήταν ο κατάμαυρος χείμαρρος που έβγαινε από μέσα της, ενόσω είχε καθίσει σε έναν γραφικό καφενέ και την βομβάρδιζε η ομορφιά του παλαιού και της φύσης, που λειτουργούσαν σαν αόρατος διακοσμητικός φιόγκος, ο οποίος διακόπηκε απότομα, όταν στ' αφτιά της ήχησαν οι στίχοι απ' το αγαπημένο της τραγούδι,
στο καφέ του χαμένου χρόνου, που έβγαιναν απ' τα χείλη ενός γοητευτικότατου γκριζαρισμένου κυρίου που καθόταν λίγο πιο πέρα. Σαν μέλι στάλαξαν στην ψυχή της οι στίχοι, που λειτούργησαν υπενθυμιστικά. Και την συνεπήρε ακόμα πιο πολύ, όταν μπήκε στο γαλλικό κομμάτι του τραγουδιού. Το χρώμα της φωνής του ήσαν τρομερά ευάκουστο, έχοντας κάτι το σχεδόν... πλανερό, που την καθήλωσε και την έκανε να φαντασιωθεί πως βρισκόταν στο Cafe de Flore.
Τον παρατηρούσε με διακριτικό τρόπο. Την είχε ιντριγκάρει η κομψότητα που ανέδυε η παρουσία του, θαρρείς και ήταν κανένας ευγενής, βγαλμένος από κάποια ταινία εποχής, κουμπώνοντας υπέροχα με το ανεξερεύνητο που χάριζαν τα μαύρα του γυαλιά. Λουσμένος στο φως της λιακάδας. Μια υπέροχα γαλήνια φιγούρα, που ήθελες λύρα να την τραγουδήσεις.
Τίποτε δεν της φαινόταν πια άχρωμο και δυσβάσταχτο. Έπαψε να ασφυκτιά στη νοητή της παγίδα, είχε ελευθερωθεί. Το κινούμενο σάβανο, που το είχε τυλιχτεί σαν φουλάρι, άρχισε να ξετυλίγεται.
-"Με συγχωρείτε! Μπορώ να καθίσω στο τραπέζι σας;" πρόφερε τις λέξεις με αβρότητα και πυγμή.
Αποτόλμησε μιαν ανεπαίσθητη κλίση προς αυτήν, κάνοντάς της νεύμα να καθίσει.
"Ζητώ συγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά, να, δεν ξέρω, κάτι με τράβηξε σε εσάς και θα ήθελα να σας γνωρίσω καλύτερα." του είπε αμήχανα, με τα αισθήματά της κουβάρι κι αναστατωμένα.
Τότε ήχησε το πιο δυνατό και σαγηνευτικό γέλιο.
-"Τι να πω εγώ τώρα; Σας ευχαριστώ πολύ για την γενναιοδωρία και την καλοσύνη τού λόγου σας." αποκρίθηκε ντροπαλά, παίζοντας νευρικά με το στυλό του. "Αλέξανδρος!" πρόσθεσε βιαστικά.
-"Σεσίλια!" η απάντησή της γεμάτη αυτοπεποίθηση.
Η συζήτηση, όσο περνούσε η ώρα, γινόταν ολοένα πιο αβίαστη. Κι η κατάσταση; Όλο και πιο ονειρική, με οράματα λαγνείας κι αιώνιας ευτυχίας, στο φόντο ενός βαθιά ερωτικού παραληρήματος.
Τα χέρια τους έσμιξαν με άκρατη τρυφερότητα, λες και γνωρίζονταν από πάντα κι είχαν μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους.
"Πάμε;" λένε κι οι δυο ταυτόχρονα και ξεσπούν σε γέλια.
"Μπορείς να με βοηθήσεις;" ψελλίζει εκείνος, έχοντας ανοίξει το στυλό του, που έχει μακρύνει τώρα κι έχει πάρει τις διαστάσεις ενός μπαστουνιού.
Αυτή τον πιάνει απ' το μπράτσο, αισθανόμενη να καίει το σημάδι στο στήθος της. Φέρνει τα λόγια τού άγνωστου άντρα στο μυαλό της "Βλέπεις, δεν βρίσκεις εύκολα ικανό συνοδοιπόρο, με κοινό βάδην, στα ταξίδια που επιθυμείς να κάνεις."
Μειδιάζει, νιώθοντας να ρέει μέσα της η ευφροσύνη.
Τα μάτια της έβλεπαν τώρα πια, κι έβλεπαν καθαρά.