Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Το ποίημα της φτωχολογιάς



Πάν' οι παλιοί καλοί καιροί 
που πέφταν' οι μισθοί,
που τρώγαμε αρνί και κοτολέτες,
γλυκά και σοκοφρέτες. 
Τώρα στους δρόμους τριγυρνώ
με το στομάχι μου αδειανό - 
πάνω στης πείνας μου το μεράκι
χθες στον ύπνο μου μασουλούσα εικονικό σουβλάκι. 
Να βγω να το φωνάξω από μπαλκόνι
ή να στείλω επιστολή στης βουλής το σκυλολόι;
Να πω πώς μας καταντήσανε, τσίπα δεν έχουν πάνω;
Τι φάση είν' αυτή; Βαρέλι δίχως πάτο!
Καλά μου τα 'λεγε η μάνα κι ο πατέρας:
«μάθε γράμματα, μη γένεις της ζωής ο δεκανέας».
Μα δεν άκουα εγώ, το βιολί μου
και να σου σήμερα να βαρώ τη κεφαλή μου. 
Δεν έγινα δασκάλα, δεν έγινα γιατρός
μήτε αξιώθηκα να δω τα γράμματα αλλιώς. 
Πότε γυρολόγος, πότε πουλώ ζουμπούλια
και πότε καθαρίστρια με τα χέρια μου καρούλια. 
Μα δεν έχω παράπονο, κάτι κερδίζω
ίσα να μη λέω αντίο, για να 'μαι 'δώ και να σας καλοκαρδίζω.

Η πρώτη μου συμμετοχή στο 13ο Παίζοντας με τις λέξεις
Κι εδώ η βράβευση